γράφει ο Νικόλαος Χρ. Γκίκας
Παρά τις διαχωριστικές γραμμές, δύο κυρίαρχες τάξεις δεσπόζουν στο πολιτικό σκηνικό. Οι κυρ Μήτσοι κάλλιστα στην αγοραία ελληνική πραγματικότητα ενσαρκώνουν τον μικρομεσαίο πολίτη που θαρρεί πως επιβουλεύονται οι λογής ελίτ. Το μικρομάγαζο που κλονίσθηκε από την υπερδεκαετή κρίση και αισθάνεται επαπειλούμενο είδος της παγκοσμιοποίησης, αλλά και τον αγανακτισμένο που βρίσκει αποκούμπι στα λογής άκρα, στους ψευτοοικολόγους και ανιδεολόγους τηλεπωλητές.
Συνήθως είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, νεόπλουτος από τον ιδρώτα στις λάντζες του κόσμου και ενίοτε με επαυξημένο αυθορμητισμό στη βία. Βγαίνει στα πεζοδρόμια διαμαρτυρόμενος για την κατάντια που οι άλλοι του έφεραν. Άλλωστε δεν ευθύνεται για κάτι.
Συνωμοσιολόγος δεν είναι, αλλά ο Σόρος και ο Γκέιτζ τον ενοχλούν όπως τα εμβόλια, το 5G και οι ανεμογεννήτριες. Όλοι αυτοί οι λαμπροί Μήτσοι βρίσκονται στην ίδια θορυβώδη πλευρά, μαχόμενοι ανεμόμυλους και σκιάχτρα στην ελώδη μυθοπλασία του νου τους. Στον αντίποδα , οι κυρ Παντελήδες, μαζεμένοι διαχρονικά και υπεράνω κομματικής ταυτότητας σε πείσμα των αριστερών, βολεύτηκαν από την εκμετάλλευση των καταστάσεων και επιβίωσαν. Θα μπορούσε να ενσαρκώνουν τον μικροεισοδηματία ακινήτων, τον μικροαστό δημόσιο υπάλληλο ή το δάσκαλο που υπολογίζει τα πάντα με γνώμονα υποτίθεται το μέλλον, τη σύνταξη λόγου χάρη, χάνοντας το παρόν. Παρότι ενίοτε μορφωμένος άγεται και φέρεται από τις σειρήνες της διασφάλισης.
Πιστεύει πως τον έκλεψαν οι της μεταπολίτευσης και πως εξαπατήθηκε, όχι άδικα βέβαια, από την αριστερή ανηθικότητα. Του χρωστάνε θεωρεί και συχνά εγκλωβίζεται στην ενδόμυχη επιθυμία πλουτισμού που τον διακατέχει. Καλοβολεμένος στα γρανάζια του συστήματος, φτιάχνοντας “πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά” μέχρι και τα δισέγγονα, αναζητούσε ακόμη περισσότερα στην πρότερη αριστερή ουτοπία, μη αντιλαμβανόμενος ως άφρον πως “ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ”.
Η εξαθλίωση, απόρροια των ιδεολογημάτων αυτών, αποδεδειγμένη ιστορικά, δεν άργησε και το ταξίδι έμελλε να λήξει άδοξα. Αμφότεροι αποτελούν εκλογικό στόχο κάθε πολιτικάντη και συχνά πέφτουν στην παγίδα. Δεν είναι βέβαιο ωστόσο πως ωρίμασαν πολιτικά, καθώς στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν μαγικά ραβδιά.
Ωστόσο η ευπείθειά τους σήμερα δεν είναι δεδομένη. Οι αναρχοαριστερές επεμβάσεις πολιτικής παρακμής τους τρομάζουν, όπως ακριβώς και ο νεοφιλελεύθερος ουτοπισμός. Επανέρχονται πλέον ως πολιτικές οντότητες, όχι στη βάση της οικονομικής αγανάκτησης, καθότι η οικονομία, παρά το υπέρογκο χρέος δείχνει προσώρας σε σταθερή τροχιά, αλλά σε εκείνη της κοινωνικής ταυτότητας και του πολιτιστικού προσδιορισμού. Έτσι λοιπόν πόσο μακριά μπορεί να πάει μια κυβέρνηση εάν οι ψηφοφόροι δεν την πιστεύουν;