Θυμάμαι το 2000, ύστερα από εκείνες τις περίεργες εκλογές που ο Κώστας Σημίτης είχε κερδίσει τις εκλογές με μια διαφορά απειροελάχιστη, από την πρώτη Κυριακή μετά την εκλογική αναμέτρηση έγραφα στην «Απογευματινή της Κυριακής» για το τι είχε συμβεί, αδυνατώντας να πιστέψω κι εγώ τον βαθμό στον οποίο αλλοιώθηκε η βούληση του λαού, με μια σειρά παράνομες ελληνοποιήσεις «ψηφοφόρων» από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Ο πρώτος που είχε συνειδητοποιήσει το πρόβλημα από την επίσημη ΝΔ της εποχής, ήταν ο τότε εκπρόσωπός της επί του Τύπου Θοδωρής Ρουσόπουλος, ο οποίος στο ερώτημα που και ο ίδιος έθετε «μα, είναι δυνατόν να συμβούν αυτά τα πράγματα εν έτη 2000;» έβρισκε στα συντριπτικά στοιχεία του η δημοσιογραφική έρευνα παρέθετε για το τι πραγματικά είχε συμβεί, επειδή κανείς στην τότε Κομματική Οργάνωση της ΝΔ δεν πίστευε ότι μπορούσαν να συμβούν εν έτη 2000. Η παρουσίαση των στοιχείων στον Κώστα Καραμανλή, που μέχρι τότε δεν είχε πλήρη γνώση του τι είχε συμβεί, συνετέλεσε καθοριστικά στη διαμόρφωση της «γραμμής» που ακολούθησε το κόμμα, μέχρι που ήλθε η δικαίωσή του στις 7 Μαρτίου 2004.
Σήμερα είναι δύσκολο να αντιληφθούν κάποιοι στη ΝΔ ότι ο κ. Τσίπρας προκειμένου να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του για παραμονή στην εξουσία, δεν πρόκειται να διστάσει να μετατρέψει την ελληνική δημοκρατία, σε μια «δημοκρατία» τύπου Λατινικής Αμερικής.
Δεν θα ξαναμπώ στην απαρίθμηση γεγονότων που έχουν συμβεί και τα οποία σε προηγούμενα σημειώματα από αυτή τη στήλη έχουν επισημανθεί. Θα επιμείνω όμως στο εξής:
Ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται σε φανερή πολιτική αδυναμία και για τον λόγο αυτό έχει ξεφύγει και κινείται εκτός πλαισίου και για τον λόγο αυτό, όσο περνά ο καιρός και νιώθει ότι συνεχίζει να χάνει τον έλεγχο, γίνεται όλο και περισσότερο επικίνδυνος για τη χώρα και τη δημοκρατία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα όσα συνέβησαν στο ποδόσφαιρο το Σαββατοκύριακο. Η δύναμη που ένιωσε ότι έχει μετά τη μεταμεσονύκτια απόφαση του Δικαστηρίου ο εκ Γεωργίας ποδοσφαιρικός παράγων, ήταν τέτοια που ένιωσε «σερίφης», ότι δηλαδή αυτός είναι ο νόμος. Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε ότι για ίδια αδικήματα είχαμε διαφορετικές αποφάσεις, ούτε ότι πέντε λεπτά από την απόφαση πωλούντο εισιτήρια για έναν αγώνα που υποτίθεται θα γινόταν κεκλεισμένων των θυρών, λες και κάποιοι είχαν προετοιμαστεί για την αναίρεση της τιμωρίας. Εκείνο που οφείλουμε να επισημάνουμε είναι ότι το πρωτάθλημα ενός ευρωπαϊκού κράτους τινάχθηκε στον αέρα επειδή ο διαιτητής του αγώνα είδε αυτό που δεν έπρεπε να δει. Τα όσα ακολούθησαν θυμίζουν «Κολομβία», αν κι εκεί σέβονται το ποδόσφαιρο…
Εκείνο βέβαια που δεν μπορεί να καταλάβει η κυβέρνηση είναι ότι όσες φορές κι αν διακόψει το πρωτάθλημα, όσο κι αν η Ελλάδα μείνει εκτός ευρωπαϊκών διοργανώσεων (ποδοσφαιρικό grexit, το ονομάζουν ορισμένοι) το αδίκημα του κουμπουροφόρου ποδοσφαιρικού παράγοντα δεν μπορεί να παραγραφεί.
Ωστόσο προκειμένου να ικανοποιηθεί ο φίλος και ευνοούμενος του Αλέξη Τσίπρα, δεν έχει σημασία αν κάνουμε «στραβά μάτια» στην εφαρμογή του νόμου, και δεν μας νοιάζει αν τελικά εκείνο που θα τιμωρηθεί είναι το ελληνικό ποδόσφαιρο και η ελληνική οικονομία η οποία θα πληγεί κατά μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή που θα έπρεπε να υπολογίζουμε το κάθε λεπτό του ευρώ. Υπολογίστε μόνο πόσα θα χάσουν οι ομάδες που δεν θα βγούν στο UEFA και πόσα θα χάσουν από τη μη είσπραξη τηλεοπτικών δικαιωμάτων.
Οι κινήσεις όμως της κυβέρνησης, η οποία από τη στιγμή που ανέλαβε ποτέ δεν έχει ολοκληρώσει ένα πρωτάθλημα χωρίς παρατράγουδα, δείχνουν ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η προστασία των δικών της ανθρώπων. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ διαθέτει «δικά μας παιδιά» σε όλα τα επίπεδα. Από τις ομάδες των έκνομων των Εξαρχείων, μέχρι τον κόσμο του ποδοσφαίρου που δίνει χώρο να βγουν στην επιφάνεια εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι οι ίδιοι ο νόμος και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν.
Η κυβέρνηση διέκοψε το πρωτάθλημα για να εφαρμόσει κανόνες. Μόνο που δεν καταλαβαίνει ότι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε επειδή η ίδια δεν σέβεται τους κανόνες που υπάρχουν και επιτρέπει στα «δικά της παιδιά» να τους παρακάμπτουν.
Ορισμένοι υποστηρίζουν πως ό,τι γίνεται με την ανοχή Τσίπρα, γίνεται για να καλύψει η κυβέρνηση το ξεπούλημα του «μακεδονικού» και για να καλύψει τα λάθη της. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ένας οπαδός του ΠΑΟΚ που θα δεχόταν η ομάδα του να κατακτήσει ένα πρωτάθλημα μπαίνοντας σε αυτήν την λογική της «συναλλαγής». Ο κ. Τσίπρας προφανώς δεν πράττει όσα πράττει για το «μακεδονικό» (αυτό θα ήταν παράπλευρο όφελος). Κάνει ό,τι κάνει γιατί δεν μπορεί να πει όχι στον εκ Γεωργίας επιχειρηματία. Γιατί; Μόνο αυτός ξέρει…
Το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας κινείται εκτός πλαισίου αποδεικνύεται και από ένα άλλο γεγονός.
Φιλοκυβερνητική εφημερίδα στο βασικό της θέμα παρουσίασε δημοσκόπηση, γνωστής εταιρείας. Ανάμεσα στα ερωτήματα που είχαν τεθεί ήταν και το εξής: «Μεταξύ των δύο στόχων, εσείς ποιος πιστεύετε ότι είναι ο πιο σημαντικός; Κάθαρση ή προστασία των θεσμών;» οι πολίτες, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση απαντούν 60% υπέρ της κάθαρσης, 30% υπέρ των θεσμών και 10% «Δεν ξέρω, δεν απαντώ».
Δεν πιστεύει κανείς βέβαια ότι πίσω από το συγκεκριμένο ερώτημα δεν κρύβεται μια σημαντική και ουσιαστική πολιτική σκοπιμότητα. Το ερώτημα περί κάθαρσης και σεβασμού των θεσμών δεν είναι απλά παραπλανητικό αλλά είναι κι επικίνδυνο.
Κάθαρση με σεβασμό στους θεσμούς δεν μπορεί να υπάρξει;
Ή μήπως το ερώτημα διατυπωνεται κατά τέτοιο τρόπο για να αποκτήσει «δημοκρατικό περίβλημα» η εμφανής πλέον πρόθεση του κ. Τσίπρα για καταπάτηση κάθε θεσμικής έννοιας με στόχο την υλοποίηση του σχεδίου του να πάει σε εκλογές έχοντας στη φυλακή έναν ή δύο πολιτικούς αντιπάλους του;
Πρόκειται για ερωτήματα στα οποία δεν χρειάζεται να απαντήσει κανείς μιας και η απάντηση είναι προφανής.
Εκείνο που χρειάζεται είναι να υπάρχει επαγρύπνηση και αντίδραση .
Πλέον οι απλές διαπιστώσεις δεν αρκούν. Χρειάζεται αντίδραση στην αντιθεσμική δράση του Μεγάρου. Και όσοι πιστεύουν ότι «δεν γίνονται αυτά εν έτη 2018», καλό είναι να αναρωτηθούν αν πίστευαν ποτέ ότι στις εκλογές του 2000 θα ίσχυαν από έναν Ευρωπαίο πολιτικό, όπως ο Κώστας Σημίτης, κανόνες του 1961. Και ας σκεφθούν ότι ο Τσίπρας δεν είναι καν Σημίτης… Σκεφθείτε λοιπόν πού είναι ικανός να φτάσει!
Φωτογραφία: Heinrich-Böll-Stiftung