Χθες, που λέτε, δεύτερη φάση εορτασμού της Πρωτομαγιάς, βγήκα μια βόλτα μόνη μου. Μην φανταστείτε τρελές καταστάσεις! Ένα καφεδάκι είπα να πιω, επειδή δεν ήπια το καθιερωμένο του Σαββάτου, που ήταν… αναστάσιμο! Τέλος πάντων, σκέφτηκα να αναπληρώσω τον καθιερωμένο εβδομαδιαίο μοναχικό ψυχοθεραπευτικό καφέ, συνδυάζοντάς τον με κάτι αναλήψεις, μεταφορές κλπ. στην τράπεζα, την αγορά ενός φρέσκου ψωμιού κι ενός γαλακτομπούρεκου – παραγγελιά της οικογένειας.
Πριν καθίσω για το καφεδάκι, μπαίνω στον φούρνο – κακόκεφη, η αλήθεια είναι – ανταλλάσσω εκεί με τις κοπέλες τα σχετικά «Χρόνια Πολλά, Χριστός Ανέστη, πώς περάσατε, τα ίδια, ήσυχα, οικογενειακά» κλπ. κλπ. και ειλικρινά, ούτε που το κατάλαβα πώς γύρισε η συζήτηση και η μία πωλήτρια, εμφανώς ανήσυχη, με ρώτησε αν γνώριζα κάτι περί “κουρέματος” σε συνδυασμό με την κατά μία μέρα παρατεταμένη αργία του Πάσχα – βλέπε τον σε ριπλέυ εορτασμό της Πρωτομαγιάς. Όχι, της λέω. Δεν έχω ακούσει κάτι. Μόνο κάτι για εκλογές στις 12 Ιουνίου άκουσα. Τι ήθελα και το είπα; Έμεινα στον φούρνο μισή ώρα! Εκλογές; Τι εκλογές; Πάλι εκλογές; Και τώρα, ποιον θα ψηφίσουμε αυτήν τη φορά; την πιάνει μια ξαφνική ακατάσχετη λογοδιάρροια, που έκρυβε πίσω της άγχος, πανικό και μια ταυτόχρονη κρυμμένη αγανάκτηση. Α, εγώ ψηφίζω στα Γιάννενα και δεν πρόκειται να διαθέσω χρήματα από αυτά που ΔΕΝ έχω, για να πάω να ψηφίσω! Βρε κι εγώ στην Καβάλα ψηφίζω κι όταν ακούω “εκλογές”, αμέσως σκέφτομαι 4ήμερο με ούζα, καφέδες και ποτά με τους κολλητούς μου, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα τώρα! Όσο για τα έξοδα μετακίνησης είναι πράγματι πια ένα μεγάλο ζήτημα! Πέρα από αυτό όμως, όντως τώρα;…
Στη συζήτηση προστέθηκε και η δεύτερη πωλήτρια, ενώ στο μεταξύ, μπήκε κι άλλος πελάτης και τρίτος και τέταρτος, που κόλλησαν ο ένας μετά τον άλλο, λες και το θέμα της συζήτησης ήταν… ταψί με σιροπιαστά! Ε λοιπόν, τώρα θα σας πω κάτι πολύ σοβαρό. Μετά από επτά συναπτά έτη κρίσης, για πρώτη φορά συνομιλώντας με εντελώς άσχετο – άγνωστο κόσμο, ένιωσα τόσο πολύ στο πετσί μου το μέγεθος της απογοήτευσης, της θλίψης, της ανασφάλειας και κυρίως, της μοναξιάς των συμπατριωτών μου. Όλα ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους, στις κουβέντες τους, στον τόνο της φωνής τους. Όλα μαζί και το καθένα χωριστά. Η απογοήτευση από την προδοσία της “πρώτης φοράς αριστερής” κυβέρνησης λες και έχει έρθει κι έχει κατασταλάξει στις ψυχές και τα κορμιά, τα πίκρανε, τα μάρανε, τα γέρασε, τ’ αποτέλειωσε. Αλλά κι η ανασφάλεια ως προς τον ενδεχόμενο επερχόμενο αντικαταστάτη, άλλος πάλι τρόμος. Όσο για την έλλειψη επιλογών, νομίζω πως αυτό είναι το χειρότερο όλων. Νομίζω πως το να έχεις να αντιμετωπίσεις μια κακή κατάσταση, είναι μεν δυσάρεστο και σοβαρό, είναι όμως και χίλιες φορές καλύτερο απ’ το να μην έχεις μπροστά σου ορίζοντα. Κανέναν ορίζοντα! Τίποτα! Ορατότης μηδέν και “όχι άλλο κάρβουνο”, όπως θα φώναζε κι ο Κούρκουλος στη γνωστή ελληνική ταινία! Όχι άλλο κάρβουνο!!! Όχι άλλο κάααααααααρβουνοοοοοοο!!!!!!!
Βγήκα απ’ τον φούρνο, κρατώντας τη σακούλα με το φρέσκο ψωμί και το ζεστό ακόμα γαλακτομπούρεκο. Μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητό μου, πέρασε αστραπιαία μπροστά από τα μάτια μου ολόκληρη η ελληνική Ιστορία, από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, τον Μέγα Αλέξανδρο και το Βυζάντιο, μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τη Μεταπολίτευση. Σκεφτόμουν όλους τους προδότες ανά ιστορική περίοδο – τα ονόματά τους ανακατεύονταν στο μυαλό μου μαζί με τη μεσημεριανή κάψα – ενώ ταυτόχρονα, προσπαθούσα να θυμηθώ πώς βγήκαμε – ως έθνος – από τον λάκκο, σε κάθε μια από τις περιπτώσεις. Ο ήλιος με βάραγε κατακούτελα και η σακούλα με το γαλακτομπούρεκο μου φαινόταν σαν να κουβαλούσα 100 κιλά! Κι όμως βγήκαμε. Βγήκαμε όλες τις φορές, γιατί κάποιος, κάποιοι, ανέλαβαν τη μέγιστη ευθύνη να ηγηθούν μιας προσπάθειας και να μας βγάλουν. Τώρα ποιος; Ποιος;;; Είναι τραγικό να μην υπάρχει κανείς! Είναι τρομακτικό να μην έχεις εναλλακτικές! Είναι φοβερό, να είμαστε μόνοι μας! Ένας ολόκληρος λαός μόνος του! Τόσοι πολλοί και τόσο μόνοι!..
Έφτασα στο αυτοκίνητο. Ξεκλείδωσα την πίσω πόρτα και πέταξα μέσα τη σακούλα. Ξανακλείδωσα μηχανικά και πέρασα τον δρόμο απέναντι, εντελώς απρόσεχτα. Στάθηκα μπροστά στο ΑΤΜ της Εθνικής και έκανα τις κινήσεις που ήθελα. Τράβηξα τη δόση του στεγαστικού, για να την καταθέσω αύριο σε άλλη τράπεζα. Τράβηξα το ποσό για το φροντιστήριο του γιου μου, που κι αυτό πρέπει να πληρωθεί αύριο. Τράβηξα και λίγα μετρητά, για να έχουμε να κινηθούμε. Διαπίστωσα ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού μου έχει κατέβει ανησυχητικά – Ποιο “κούρεμα”;;; χαχαχαχαχαχα!!!… Και μην ρωτήσετε γιατί “τράβηξα” και δεν μετέφερα μέσω e-banking! “Τράβηξα”, γιατί όποτε έχω το περιθώριο να το κάνω, δεν χαρίζω στις τράπεζες το 2ευρω που παίρνουν χαράτσι, για μεταφορές από τη μία τράπεζα στην άλλη! Γι’ αυτό! Γιατί προτιμώ να το κάνω κουλούρι και καφέ για τον άστεγο της γωνίας, παρά να το δώσω “σ’ αυτούς”! Τόσο απλό!
Μέχρι το μηχάνημα να μου δώσει πίσω την κάρτα μου, ξαναπέρασαν στα γρήγορα από μπροστά μου όλοι οι προδότες της ελληνικής Ιστορίας, από τον 4ο αι. π. Χ. μέχρι τον 21ο μ. Χ., λες κι εγώ δεν ζούσα σ’ αυτόν εδώ, τον τελευταίο.. λες και τον έβλεπα σαν Ιστορία! Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου, σε μια εντελώς αψυχολόγητη αντίδραση, θαρρείς και δεν με ένοιαζαν πια οι ίδιες μου οι σκέψεις. Παράχωσα την κάρτα στο πορτοφόλι μου και κοντοστάθηκα στη βιτρίνα του καταστήματος που ήταν δίπλα στην τράπεζα. Ωραία παπούτσια! Η κόρη μου χρειάζεται τουλάχιστον δύο ζευγάρια. Αύριο, σκέφτηκα. Να τακτοποιηθεί κι αυτό, πριν φύγει το παιδί μου για πάνω.
Τα πόδια μου με οδήγησαν προς την πλατεία. Κάθισα για λίγο σε ένα παγκάκι. Μου ‘χε φύγει πια κάθε διάθεση για καφέ, αφήστε που είχε μεσημεριάσει κιόλας. Άναψα ένα τσιγάρο, με το βλέμμα καρφωμένο στο πουθενά. Μόνη μου, σκέφτηκα. Εντελώς μόνη. Πολλοί προδότες παντού και κανένας σωτήρας πουθενά. Μόνη μου κι από αύριο στο μαγγανοπήγαδο! Ας είναι…
Χρόνια Πολλά!…
Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!