Κοιτούσε μακριά
Στις απέναντι όχθες παμπάλαιων ποταμών,
ξερών πια και λησμονημένων.
Βράχοι ορθοί και απότομοι.
Στα ψηλά τους ικριώματα στέκονταν τώρα
μονές θεραπαινίδες τής πιο αρχέγονης ανάγκης.
Ψυχές σε ανάδευση εντός τους.
Πάνω σε βράχους όρθιους να μετεωρίζονται ουρανού και γης,
κουβαλητές στις πλάτες τους
ακροστιχίδων ιερών αιτήσεων πιστών.
Βράχων που ζουν, που απαγγέλονται
σαν σύνοψη ενός θαύματος,
μεγαγραφία αγριολούλουδου
ανάμεσα των άλλων πετρών.
Κοιτούσε με δέος ο προσκυνητής.
Όλων των ματιών και δάκρυζε.
Κοιτούσε τα Μετέωρα που ξεμάκραιναν
με το πέρας της προσευχής του που ξεμάκραινε.