ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Με την ανάγκη του να εισακουστεί
Κάποιος το μήνυσε στον βράχο.
Πως το κύμα που τον έγλυφε,
κύμα ήταν προσωρινό,
σαν υπόσχεση …αιώνιου έρωτα
που καταλαγιάζει κατάκοπος,
έως την ώρα της επόμενης φουσκοθαλασιάς.
Ο βράχος δεν σάλεψε στο άκουσμα.
Στη θάλασσά του αφέθηκε αυτάρκης,
στο χάδι της αλμύρας της, στο ράπισμά της.
Κάποιος το μήνυσε στον βράχο.
Ένας άνθρωπος,
που βαριοδότησε στη σκέψη του,
την πλασμένη των αισθήσεών του.
Ωστόσο ο βράχος,
«βράχος» στη θέση του.
Πέτρινα τα λόγια του, ωσάν και η σκέψη του.
Ίσως και να …απολάμβανε, ίσως και να …πονούσε.
Του έλειπε ο τρόπος για να πει.
Κι αφού ουδείς μεταξύ τους υπήρξε λόγος
ικανός να επικοινωνηθεί,
συνέχιζαν, καθείς στον τρόπο του να υπάρχει.
Με μια θάλασσα ανάμεσα που
πότε ένωνε, πότε χώριζε.
Έτσι ο κόσμος προχωρούσε,
με τη ζωή της κίνησης,
με την έκκληση της έκπληξης,
με τον θάνατο της στιγμής.
Μα πάνω απ’ όλα με τον φόβο
ενός ανθρώπου, που στ’ αλήθεια
δεν αποδέχτηκε ποτέ
τον προσωρινό του χρόνο.
Και διαπραγματευόταν υπομονετικά
με βράχια και με θάλασσα.
Με την ανάγκη του να εισακουστεί.
Πεπεισμένος πως οι συνομιλητές του υπήρχαν
για να συμμεριστούν μονάχα
την ανθρώπινη …ιδιοτροπία του.