Μια κούκλα ξύλινη, βλαστημένη κάποτε.
Βαστημένη από τα πόδια της, τα αλύγιστα μέτρα τους.
Γυμνή, κοιτούσε χωρίς μάτια. Οι μπογιές τους είχαν ξεπλυθεί.
Τοτέμ στα χέρια κούκλας σάρκινης που τη βάσταγε.
Προσκύνημα παιδικών ματιών, όσο εκείνα προλάβαιναν.
Την έντυναν τη ψυχή και τον λόγο τους. Τον χρόνο,
που ήθελαν να κρατήσουν για δικό τους.
Μια κούκλα ξύλινη έφτιαχνε αίμα για χάρη ενός παιδιού.
Ο ξυλώδης ιστός της μετάγγιζε μνήμη ζωής,
φερμένους χυμούς από κάποτε που έρεαν αστέγνωτοι.
Επρόκειτο για φυσική μετάλλαξη.
Τα μάτια τής αθωότητας
συνέχιζαν να κοιτούν τα ξύλινα.
Η νιότη που θα φευγε, τη νιότη που έφυγε.
Ξύλινη κούκλα θα σε ντύσουν τώρα.
Το μέλλον σου με ρούχα μονωτικά.
Θα σκεπάζουν τα αισθήματα σου.