Λίγες ημέρες πριν, ήταν εξίσου σαφής: «Ευτυχώς που οι διαπραγματεύσεις (στη Γενεύη) δεν συνεχίστηκαν, διαφορετικά καήκαμε», δηλώνοντας παράλληλα ότι η κατάθεση χαρτών ήταν λάθος και ότι «δεν πρέπει να κάτσουμε στο τραπέζι (των διαπραγματεύσεων). Η τ/κ πλευρά, χωρίς να ικανοποιηθούν τα αιτήματα της, κατέθεσε χάρτη και ότι αυτό από τεχνικής άποψης είναι λάθος», ενώ δήλωσε ότι «ο Ραούφ Ντενκτάς ουδέποτε είχε καταθέσει χάρτη».
Ο Μ. Ακιντζί απάντησε στον «πρωθυπουργό» στις 30 Ιανουαρίου ως εξής: «Ο Χουσεΐν Οζγκιουργκιούν με τη στάση του υποστηρίζει τη διατήρηση του status quo, αφού από τη μια στις δηλώσεις του λέει ότι δεν θα δώσει σπιθαμή από τα εδάφη και από την άλλη λέει ότι θέλει λύση του κυπριακού. Αυτή η φιλοσοφία είναι η φιλοσοφία που συνεχίζεται εδώ και χρόνια και οδηγεί στη μη λύση, άρα στη διατήρηση του status quo. Σίγουρα τον τελευταίο λόγο τον έχουν οι δύο κοινότητες, αλλά ακόμα δεν έχουμε φτάσει στο σημείο αυτό».
Στη γραπτή δήλωσή του ο τ/κ ηγέτης αναφέρθηκε και στις επικρίσεις που δέχεται για την κατάθεση χάρτη, σημειώνοντας ότι «οι ομάδες και τα άτομα που υποστηρίζουν ότι η μη λύση είναι η καλύτερη λύση υπάρχουν και στις δύο πλευρές. Κατά την προεδρία του Έρογλου, πρώτα η βουλή αποδέχτηκε το 29+% και αργότερα ο κ. Έρογλου χωρίς ίχνος ειλικρίνειας, επισκεπτότανε τα χωριά για να πείσει τους τ/κ ότι δεν θα δώσει τίποτε. Τώρα και ο πρωθυπουργός κάνει δηλώσεις ότι δεν θα δώσει ούτε σπιθαμή εδάφους, αλλά κατά τα άλλα στηρίζει τη λύση. Πώς είναι δυνατόν να φτάσουμε σε ομόσπονδη λύση χωρίς δοθεί έδαφος;».
Αυτή που συμβαίνουν στην τ/κ κοινότητα, δεν είναι άγνωστα στην ε/κ. Ένα σημαντικό αλλά μειοψηφικό ποσοστό βλέπει την παρούσα κατάσταση πραγμάτων ως ενδεχόμενη, κάποια «λύση». Αυτό, ωστόσο, ως πολιτική πρόταση δεν διαθέτει στην ε/κ κοινότητα καθαρούς, δημόσιους εκφραστές όπως συμβαίνει με το κόμμα του Χουσεΐν Οζγκιουργκιούν. Οι δηλώσεις Οζκιουργκιούν κατά έναν ιδιόμορφο τρόπο είναι παραπλήσιες με δηλώσεις που έκανε ο εξ Αθηνών πανεπιστημιακός Α. Συρίγος, σε ομιλία του στη Λευκωσία στις 11 Δεκεμβρίου 2016. Οι λέξεις ως εξής:
Α. Συρίγος: «Ας υποθέσουμε, ότι η Τουρκία αποφασίζει να προβεί σε ενσωμάτωση… Τυχόν ενσωμάτωση θα μας οδηγήσει να αντικρύσουμε κατάματα αυτή την πραγματικότητα. Για να αποτρέψουμε δυσμενείς εξελίξεις, ακόμη και τυχόν ενσωμάτωση, καλό είναι να αποφύγουμε με κάθε τρόπο να φθάσουμε σε ένα νέο δημοψήφισμα.., πρέπει να σταματήσουμε τη διαδικασία πιο πριν».
Χ. Οζγκιουργκιούν: «με την κατάθεση του χάρτη η τ/κ πλευρά δεν έχει αφήσει άσσο στο μανίκι. Αυτή δεν είναι διαπραγμάτευση. Στην επόμενη φάση θα συζητηθεί η αποχώρηση των στρατευμάτων και ο Ακιντζί θα το επεξεργάζεται και αυτό το θέμα. Ας μην φτάσουμε στη φάση αυτή».
Τι ενώνει πρόσωπα ή δυνάμεις με τελείως διαφορετικές αφετηρίες να υποστηρίζουν πολιτικές που, θελημένα ή άθελα, καταλήγουν στην υποστήριξη της πολιτικής της στασιμότητας; Εύκολο να εξηγήσει κανείς τις ντενκτασικές ιδέες του Οζγκιουργκιούν, δύσκολο, όμως, να κατανοήσει κανείς έναν ε/κ ή έναν ελλαδίτη να προσεγγίζει τα πράγματα κατά τρόπο που να φαντάζει ως άλμα στο κενό-παραίτηση, απόρριψη των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και εν τέλει άρνηση της προσπάθειας για επίλυση που καταβάλλουν οι δύο ηγέτες, μαζί με την ΕΕ, στον παρόντα κύκλο συνομιλιών.
Ο χρόνος, η κόπωση, οι συνεχείς απογοητεύσεις από τις αποτυχημένες απόπειρες επίλυσης, η κυριαρχία του κεμαλικού κράτους στην Τουρκία, η αποτροπή κάθε δυνατότητας προόδου από τον Ρ. Ντενκτάς, η συνεχής τριβή με τον εαυτό μας, εξηγούν την απογοήτευση, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογούν τη στροφή που οδηγεί στην πολιτική ευθανασία. Δηλαδή την παραίτηση, που οδηγεί στη στασιμότητα και αυτή με τη σειρά της σε μια μακρόσυρτη, απολύτως κυπριακή ήττα: στην εκχώρηση του 37% του εδάφους της Κύπρου στην Τουρκία εν ονόματι της νεφελώδους επιδίωξης για μια «ιδανική» λύση.