Κιτρινισμένο ρολόι.
Σκεπάστηκαν με φύλλα οι αριθμοί του, τα ριζά τών δέντρων του.
Οι δείχτες που τους πότιζαν απέκαμαν, αδιάκοπα καθώς γυρνούσαν,
καθώς σημάδευαν νερό εξιστορών τη μνήμη τους.
Φυλλοβόλησαν τα δέντρα
τού ένα, τού δύο, του δώδεκα
χρώματα τής ώχρας και του ροδιού,
της κεραμιδένιας στέγης και τής πορφυρής βυζαντινής χλαμύδας,
χρώματα κάθε φθινοπώρου που ξέρει να διηγείται με την ευγένεια τής μελαγχολίας του.
Μαραίνονταν οι ώρες, τα κατάχαμα φύλλα τους.
Όμορφες βαδίζαν προς τη σήψη τους.
Η ζωή του ρολογιού, οι ώρες του οι πολλές,
σκεπάστηκαν τα πεπραγμένα ενός ανθρώπου.
Τα ανάλαφρα βήματα ενός ήσυχου βαδιστή στα χρώματα τής δύσης του.