Είχαν προηγηθεί δύο ή τρεις συναντήσεις με τον Σαμαρά. Ήταν ευγενέστατος και εξηγούσε την πολιτική του με μεγάλο πάθος. Βασικά τα πράγματα έμεναν όπως είχαν. Για να ξεπαγώσουμε τις σχέσεις της Ευρώπης με την Τουρκία, ζητάγαμε ως αντάλλαγμα την είσοδο της Κύπρου στην ΕΟΚ, πριν λυθεί το πολιτικό ζήτημα της κατοχής από τον τούρκικο στρατό. Είχαμε κερδίσει περίπου το 1/3 των ψήφων αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία, επειδή οι αποφάσεις για τη διεύρυνση λαμβάνονταν με ομοφωνία. Έτσι και μόνο το βέτο το δικό μας δημιουργούσε άριστες προϋποθέσεις για την είσοδο της Κύπρου και οδήγησε τελικά στη μοναδική επιτυχία της ελληνικής πολιτικής στα ελληνοτουρκικά μετά το 1974. Κάποτε ένας Κύπριος με ρώτησε: «Και τι κερδίσαμε με την είσοδο στην ΕΕ; Τα τουρκικά στρατεύματα παραμένουν ακόμα στα κατεχόμενα». Και του απάντησα: «Αγαπητέ μου, αν χρειαζόταν μια απόδειξη ότι είσαι Έλλην, αυτή σου η ερώτηση θα αρκούσε, γιατί σκέφτεσαι μόνο το κακό και το μη χειρότερο. Δεν σκέφτεσαι το χειρότερο. Αυτό που σε έκανε προηγουμένως να κοιμάσαι με το οπλοπολυβόλο κοντά στο κρεβάτι σου. Δηλαδή την επιθετική ενέργεια των Τούρκων, που θα προσπαθούσαν να καταλάβουν και την υπόλοιπη Κύπρο και που τώρα πια είναι αδύνατο να κάνουν».
Ο Υπουργός εκείνη την ημέρα ήταν εξαιρετικά ενθουσιώδης. Μου περιέγραψε το σύνολο των «ενοχλητικών» ενεργειών, που σχεδίαζε να αναλάβει εναντίον της Ανεξάρτητης Δημοκρατίας που επρόκειτο να εγκατασταθεί στα Σκόπια μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, για να τους εξαναγκάσει να υιοθετήσουν όνομα που δεν θα περιελάβανε τη λέξη «Μακεδονία». Του απάντησα τότε ότι η θέση κάποιου που προσπαθεί να επιβάλλει ένα όνομα σε κάποιον άλλον είναι εξαιρετικά αδύνατη στη σημερινή διεθνή σκηνή. Σήμερα, όταν 140 από τα 200 περίπου μέλη του ΟΗΕ έχουν αναγνωρίσει τους Σκοπιανούς σαν «Μακεδονία», νομίζω ότι έχω κάθε δικαίωμα να θεωρήσω ότι είχα δίκιο.
Είπα ακόμη, ότι με βάση την πείρα μου στα ευρωπαϊκά συμβούλια, δημιουργείται εξαιρετική ενόχληση όταν κάποιος έχει ένα αποκλειστικά «εθνικό» θέμα. Εμάς μας έχει επιβαρύνει η γεωγραφία και η ιστορία με το Κυπριακό και τις προκλήσεις και τις αμφισβητήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο. Θα ήταν εξαιρετικά ενοχλητικό για τη διαπραγματευτική μας δυνατότητα να δημιουργήσουμε μόνοι μας και άλλο «εθνικό» θέμα.
Τον ρώτησα, τέλος, γιατί μέχρι τότε όλη μας η αλληλογραφία για τη διευθέτηση των συνόρων γινόταν με την Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας και όχι με την Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία. Στο τελευταία μου απάντησε ότι η Ομόσπονδη Δημοκρατία δεν είχε διεθνή παρουσία και εν πάσει περιπτώσει δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε τη δημιουργία σύγχυσης.
Του πρότεινα τότε, πριν κάνει και πει οτιδήποτε, να πάει στα Σκόπια, που δεν είχαν ακόμα προκηρύξει την ανεξαρτησία τους, να συναντήσει τον Γκλιγκόρωφ και να του πει: Η Ελλάδα δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις έναντί τους, θεωρούμε την εθνολογική σύστασή τους δικιά τους υπόθεση, τους δίνουμε απεριόριστες πιστώσεις για την προμήθεια εμπορευμάτων και δη πετρελαίου από την Θεσσαλονίκη αν κάποιος αποπειραθεί εμπάργκο εναντίον τους, τους δίνουμε με ταχύτατες και ευκολότατες διαδικασίες εκατοντάδες χιλιάδες θεωρήσεις για να επισκέπτονται τη Βόρεια Ελλάδα και ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη. Έναντι όλων αυτών των εκχωρήσεων τους ζητάμε να αποτρέψουν τη σύγχυση που θα δημιουργηθεί με την ελληνική Μακεδονία και τους προτείνουμε το όνομά τους να περιέχει έναν σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό, να λέγονται δηλαδή επισήμως και έναντι παντός «Μακεδονική Δημοκρατία των Σκοπίων». Στην τρέχουσα πρακτική αυτό θα σήμαινε ότι εμείς θα μπορούσαμε να τους λέμε Δημοκρατία των Σκοπίων ξεχνώντας το Μακεδονική και αυτοί θα μπορούσαν να τονίζουν το Μακεδονική για να ξεχνάνε τη βουλγαρική και εθνική διεκδίκηση απέναντί τους εκφραστής της οποίας ήταν το κόμμα των κομιτατζήδων του Γκρουέφσκι.
Υπάρχει μια μοναδική ευκαιρία η Κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα να κλείσουν προς αυτήν την κατεύθυνση το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων. Προσωπικά δεν θα με ενοχλούσε όπως και να λέγονταν. Συνάντησα κάποτε στην επαρχία κάποιον ταβερνιάρη που είχε επιγραφή «ο Πάγκαλος», διότι ήταν υπέρβαρος και μου έμοιαζε λέει. Το θεώρησα εσχάτη φιλοφρόνηση. Γιατί δεν αφήνουμε λίγο από τον Μέγα Αλέξανδρο να ικανοποιήσουν και αυτοί τα ιστορικά απωθημένα τους; Πώς γίναμε όλοι καθηγητές ιστορίας ακόμη και αυτοί που θεωρούν προγόνους των Σλάβων, που είναι η πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας αυτής, του προϊστορικούς Δάκες της βορειοανατολικής Ρουμανίας;
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στο ΒΗΜΑ και το pangalos.gr