Κατ’ αρχήν, να ξεκινήσω από κάτι που με έχει αρρωστήσει το τελευταίο διάστημα. Η αλήθεια είναι, ότι η «πρώτη φορά αριστερή» μας κυβέρνηση στις υποσχέσεις της οποίας μεγάλη μερίδα του λαού μας επένδυσε ελπίδες και έχτισε προσδοκίες, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, για να αποδειχθεί περίτρανα… όμοια με όλους «τους άλλους». Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες και ειλικρινά δεν έχω ακόμα σιγουρευτεί, αν το αποτέλεσμα όλων όσων βιώνουμε σήμερα είναι αποτέλεσμα προσπάθειας… κακού συναγωνισμού! Συνοψίζω πάντως, στο ότι όλα όσα ελπίσαμε και πιστέψαμε, κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος. Όλοι το ξέρουμε πια, ότι αυτό που μας έχει στοιχίσει περισσότερο, δεν είναι το γεγονός ότι δεν επιλύθηκαν τα προβλήματά μας – κάτι που ούτως ή άλλως ήταν ουτοπικό – αλλά ότι προδόθηκε η ελπίδα μας. Κι αυτό είναι ασυγχώρητο, ίσως και πιο ασυγχώρητο από τα σφάλματα των κυβερνήσεων που προηγήθηκαν και μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε. Ας το αποδεχθούμε λοιπόν ότι είμαστε μόνοι μας, εντελώς μόνοι, και ίσως τότε καταφέρουμε να βρούμε τις λύσεις που χρειαζόμαστε. Όμως…
…από αυτό, μέχρι του σημείου οι προηγούμενοι να χαίρονται, να κοκορεύονται και να.. ζυγίζουν, πόσα κιλά είναι τα λάθη της παρούσας κυβέρνησης σε σχέση με τις οκάδες των δικών τους λαθών, αυτό προσωπικά με ξεπερνάει! Το τελευταίο διάστημα έχω διαβάσει άπειρους τέτοιους σχολιασμούς, όπου κολλημένοι – κυρίως πράσινοι – εκφράζουν την… ικανοποίησή τους για την ομοιότητα των σφαλμάτων της «αριστερής» μας κυβέρνησης με τα δικά τους σφάλματα! Έχουν βάλει στο ζύγι τα λάθη και κάνουν υπολογισμούς! Τόσα εμείς, τόσα εσείς. Κι επειδή τα τωρινά σφάλματα είναι.. αμέτρητα, ανείπωτα, αχαρακτήριστα – και είπαμε για ποιον λόγο, κυρίως για την σκοτωμένη ελπίδα – χαίρονται, ικανοποιούνται, ζητωκραυγάζουν πάνω στην καμπούρα της απογοήτευσής μας! Μα είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν; Τρεις στο λάδι, τρεις στο ξύδι, για το πόσα περισσότερα λάθη έκαναν οι πριν και οι νυν πάνω στις πλάτες μας; Ωραία νοοτροπία! Εξαιρετικά ώριμη!…
Ξεκινώντας λοιπόν από αυτό, θα εξηγήσω τι εννοούσα παραπάνω, με τα «μικρά» και τα «μεγάλα». Τις προάλλες βρέθηκα σε δημόσιο νοσοκομείο για προσωπική μου υπόθεση. Αν γινόταν να τοποθετήσω σε επίπεδα υπηρεσίες και συμπεριφορές, θα ξεκινούσα από πάνω προς τα κάτω, αρχίζοντας από την απίστευτα ικανοποιητική συμπεριφορά των γιατρών, που κακώς οι περισσότεροι αμφιβάλλουν για την ποιότητα της εξυπηρέτησής τους από τους γιατρούς του δημοσίου συστήματος υγείας της χώρας μας, έστω και με την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται στον ορίζοντα, όταν η παρατήρησή μου πέρασε στο αμέσως επόμενο επίπεδο και επικεντρώθηκε στο νοσηλευτικό προσωπικό. Εκεί άρχισαν να σημειώνονται αγένειες, κακοτροπιές και… κατάχρηση εξουσίας, με αποκορύφωμα το ουρλιαχτό μιας νοσοκόμας, που κάποια στιγμή κυριολεκτικά… έκραξε, «εδώ κάνω κουμάντο ΕΓΩ!!!». Περνώντας στο διοικητικό προσωπικό – επίπεδο παρατήρησης γ’ – έγινα πολύ κακιά και καυστική απέναντι σε μία υπάλληλο, που με μεγάλη Α-προθυμία με δέχθηκε στο… με την πόρτα κλειστή και τα στόρια κατεβασμένα εν ώρα εργασίας, γραφείο της. Απαίτησα το όνομα της ίδιας και του προϊσταμένου της και ακόμα σκέφτομαι, αν και πώς θα τα χρησιμοποιήσω και αν αξίζει να μπω σε έναν τέτοιο κόπο, αφού, ούτως ή άλλως, σε ποιον να καταγγείλω, τι και τι να περιμένω από πού, σε ένα κράτος που δεν λειτουργεί διοικητικά σε κανένα σχεδόν επίπεδο!..
Πέραν των παραπάνω όμως, αυτό που κυριολεκτικά με ξεπέρασε, ήταν η συμπεριφορά του ίδιου του κόσμου, των απλών πολιτών αυτού του κράτους, που, όπως και εγώ, βρισκόταν στην αίθουσα αναμονής. Σε κάτι τέτοιους χώρους, κάτι τέτοιες στιγμές, βλέπεις πραγματικά αυτήν τη χώρα στην απόλυτη μικρογραφία της και αν δεν θέλεις να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου, ερμηνεύεις σε όλες τους τις διαστάσεις, όλα τα δεινά που τη μαστίζουν.
Κόσμος λοιπόν, που περίμενε σε μια αίθουσα αναμονής νοσοκομείου και που είχε πάρει έναν αριθμό προτεραιότητας για την εξέταση, τον οποίο είχε δηλώσει σε μια λίστα που τηρούσε η βοηθός των γιατρών. Ας μην σταθούμε τώρα, στο αν το συγκεκριμένο σύστημα είναι λειτουργικό ή όχι. Ας αποδεχθούμε ομόφωνα, ότι αυτό είναι και ας συνεχίσουμε…
Καθίσματα υπήρχαν για όλους, οπότε δεν συνέτρεχε κανένας λόγος να μην τηρηθεί η προβλεπόμενη σειρά. Όπως ήταν φυσικό, καθώς ο χρόνος αναμονής ήταν μεγάλος, μικρά πηγαδάκια είχαν δημιουργηθεί παντού τριγύρω και οι περισσότεροι είχαν πιάσει ψιλοκουβεντούλα με τους διπλανούς τους. Στο μεταξύ, κάποιοι… «έξυπνοι» ανοιγόκλειναν διαρκώς την πόρτα του εξεταστηρίου, για να… ελέγξουν, αν η σειρά της λίστας τηρείται σωστά. Κι εκεί που τα παρατηρώ όλα αυτά και το βουητό τριγύρω μου έχει γίνει λες και βρίσκομαι σε μελίσσι, μια γυναίκα από τη διπλανή μου θέση τολμάει – πολύ ευγενικά – να υποδείξει σε τρεις άντρες που φωνασκούσαν μεταξύ τους, να χαμηλώσουν τον τόνο της φωνής τους, εξηγώντας ότι εκεί που βρισκόμασταν ήταν νοσοκομείο. Ε, το τι άκουσε η γυναίκα, δεν μπορώ να το περιγράψω και εκείνη την στιγμή δεν είχα ούτε χρόνο, ούτε και διάθεση να παρέμβω στο χάος που επικράτησε. Θα δώσω όμως τώρα έμφαση, στο καταπληκτικό επιχείρημα που έθεσε ο ένας εκ των τριών, με τους άλλους δύο να συμφωνούν ικανοποιημένοι… «και εσύ προηγουμένως μιλούσες με κάποιον και η φωνή σου ακουγόταν δυνατά, γιατί όχι και εμείς;»
Σωστά. Γιατί όχι κι εμείς κι εσείς κι ο κολοκύθαρος και όλο του το σόι και το σκυλολόι; Μα είμαστε με τα καλά μας; Ακόμα κι έτσι να ήταν – που δεν ήταν έτσι, γιατί ήμουν παρούσα – γιατί θα πρέπει να μιμηθούμε κάτι κακό και να πράξουμε κι εμείς κατά τον ίδιο τρόπο, αντιγράφοντάς το; Άσκηση κακού συναγωνισμού κάνουμε σ’ αυτό το κράτος; Κι αν όντως στους λαούς αξίζουν αυτοί που τους κυβερνάνε, μήπως τελικά το πρόβλημα ξεκινάει από τα «μικρά» και καταλήγει στα «μεγάλα»; Μήπως πράγματι οι πολιτικοί μας είναι ο δικός μας καθρέφτης; Μήπως δεν είναι τόσο διεφθαρμένοι εκείνοι, αλλά τόσο ανώριμοι εμείς; Ή μήπως είμαστε κι αυτοί κι εμείς, το ίδιο διεφθαρμένοι;
Υπάρχει βέβαια πάντα και το αποφθεγματικό άλλοθι, ότι… «το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι»…
Μα τι λαός είμαστε, τέλος πάντων;…
Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!