γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη.
Ο Ζακ Κωστόπουλος υπήρξε ένας άνθρωπος ο οποίος στη σύντομη ζωή του καταπιάστηκε με την εναντίωση στις κοινωνικές νόρμες και την αποδοχή των ανθρώπων που στα μάτια των περισσότερων φαντάζουν ‘’κακοί, υποδεέστεροι, αποξενωμένοι.’’
Ο αδόκητος και πρόωρος χαμός του, όπως ο τρόπος με τον οποίο έφυγε από τη ζωή, προκάλεσε έναν κυκεώνα σχολίων, προστριβών, διενέξεων αλλά και εκφράσεων θαυμασμού και συγκινητικών αποχαιρετισμών.
Δεν έλειψαν όμως και οι επιθέσεις. Η κριτική στον τρόπο ζωής του η οποία σύμφωνα με κάποιους επέσυρε το θάνατό του, η οργή μερικών συμπολιτών για την έλλειψη συμπόνιας που δείχνουν μερικοί μπροστά στο χαμό ενός ανθρώπου, η γενικότερη κριτική και αποδόμηση αντιλήψεων της κοινωνίας, όπως και οι ερωτήσεις του τύπου ‘’αν έμπαινε κάποιος στο σπίτι σας κρατώντας μαχαίρι, τι θα κάνατε;’’.
Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούμε να γεννάμε μόνοι μας γεγονότα που δεν έχουν συμβεί ποτέ –δεδομένου πως ο Ζακ δεν μπήκε σε κανένα σπίτι και δεν επιτέθηκε στο παιδί κανενός- προσπαθώντας να επιρρίψουμε ευθύνες και να καταδικάσουμε έναν άνθρωπο. Είναι σημαντικότερο όταν βιώνουμε ένα γεγονός να στρέφουμε την προσοχή μας σε αυτό που πραγματικά έχει συμβεί χωρίς να προβαίνουμε σε εικασίες του τύπου ‘’αν ήταν κάποιος άλλος άσημος τι θα κάνατε’’. Αυτό θα το γνωρίζαμε αν είχε συμβεί έτσι –τώρα γινόμαστε μάρτυρες μίας άλλης περίπτωσης.
Ο θάνατος του Ζακ δεν είναι μόνο η απώλεια ενός νέου ανθρώπου. Συμβολίζει, παράλληλα, τη δυσανεξία ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας μας σε οτιδήποτε φαντάζει διαφορετικό από αυτό που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ‘’σωστό και αποδεκτό’’. Ο γκέι, ο Αλβανός, η αδερφή, ο μαύρος, η πόρνη, όλες αυτές οι ταμπέλες που τοποθετούμε σε κάθε άνθρωπο ο οποίος δεν ευθυγραμμίζεται με τα πρότυπα που κυριαρχούν, τα οποία πάντοτε επιχειρούν να μειώσουν , να στιγματίσουν τον αποδέκτη απέναντι σε μία ήδη προβληματική κοινωνία που κρύβει επιδέξια τις δικές της ατέλειες. Μίας κοινωνίας η οποία αφορίζει οτιδήποτε δε χωράει στο μικρόκοσμό της. Ακόμα και αν δεν ευθύνεται η σεξουαλικότητά του ή η ζωή του για το χαμό του Ζακ, αυτό έγινε η αιτία ώστε πολλοί να επιτεθούν σε αυτά καταλογίζοντάς τους ακόμα και ευθύνες για το τέλος του, υπονοώντας έμμεσα πως ‘’αφού διάλεξες αυτό το δρόμο, καλά να πάθεις’’. Όλο αυτό αναδύθηκε στην επιφάνεια με το θάνατο του ίδιου– ενός ανθρώπου που ναι μεν είχε πάθη, ναι προσπαθούσε να παλέψει τους δικούς του προσωπικούς δαίμονες, αλλά παρέμενε ένας άνθρωπος που δεν άξιζε να χαθεί με τέτοιο τρόπο, ένας άνθρωπος που πάλεψε για την αλήθεια του . Υπήρξε όμως και ένας άνθρωπος ο οποίος έζησε τη ζωή του με τους δικούς του κανόνες, χωρίς να δίνει δεκάρα για το τι θα πουν οι άλλοι. Δική του ήταν η ζωή, δικές του οι αποφάσεις.
Η επιβολή του νόμου της ζούγκλας, η εκδικητική διάθεση, η επιθυμία να σκοτώνουμε με την πρώτη ευκολία και να προσπαθούμε να βρίσκουμε άλλοθι για αυτό, δεν μπορεί να κυριαρχεί σε μία κοινωνία που θέλει να είναι πολιτισμένη. Ο κόσμος δεν πηγαίνει μπροστά δικαιολογώντας το τελικό έγκλημα, αλλά προσπαθώντας να δημιουργήσει την υποδομή ώστε αυτό να αποφευχθεί πριν καν συμβεί.
Όχι, δεν μπορούμε εμείς να επιτρέπουμε στο θυμικό να μας κυβερνά- ακόμα και αν το ένστικτο της επιβίωσης εκείνη τη στιγμή μας ‘’τυφλώσει’’ τη λογική και μας ωθήσει σε βίαιες ενέργειες. Ακόμα όμως και αν μας δε επιτρέψει εκείνη τη στιγμή, αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει ολόκληρη κοινωνία στο υιοθετεί αυτή τη στάση, δεν πρέπει να επικρατήσει ο οπαδικός όχλος και η δίψα για λιντσάρισμα και εκδίκηση. Για αυτό ακριβώς υπάρχει ο νόμος- για να σωφρονίζει εκείνους που προβαίνουν σε εγκληματικές πράξεις και να εξυπηρετεί την αποτροπή σε βιαιότητες και ακραίες ενέργειες. Διότι αυτός είναι ο λόγος που δεν επιτρέπεται η οργή και το θυμικό των πολιτών να κυριαρχεί; να επικρατήσει η δικαιοσύνη και όχι η δική μας ανάγκη να ξεσκίσουμε τον άλλο. Διότι, όπως κάποτε εύστοχα είχε πει ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ‘’ο νόμος δεν μπορεί να κάνει κάποιον να με αγαπήσει· μπορεί όμως να τον εμποδίσει να με λιντσάρει και αυτό είναι σημαντικό.’’
Ό,τι και να λέμε, ό,τι και να γράφουμε, ένας άνθρωπος έφυγε και δε γυρίζει. Άφησε πίσω του κάποιους φίλους, οικογένεια, σύντροφο οι οποίοι μένουν πίσω να σηκώσουν το βάρος της απώλειας και μερικούς άλλους να στάζουν δηλητήριο και χολή σε πληκτρολόγια, κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία ενός υπολογιστή.
Η τελική απόφαση στην τελική, είναι υπόθεση του νόμου και όχι δική μας. Ας πούμε σε έναν άνθρωπο που έφυγε ‘’καλό ταξίδι’’ και ας αφήσουμε τις κατηγορίες και τις δίκες, χωρίς να έχουμε πλήρη γνώση του τι έχει συμβεί…