Ακόμα και τα νήπια γνωρίζουν ότι το ποδοσφαιρικό παραισθησιογόνο το διακινούν πανίσχυρες μαφίες του υποκόσμου «διαπλεκόμενες» με τα κόμματα. Στις εκλογές που μόλις ζήσαμε, ήταν η πρώτη φορά (γι’ αυτό και κρατήστε σημαδιακή τη χρονολογία: 2014) που σε δύο τουλάχιστον μεγάλες πόλεις οι πολίτες δεν χρειάστηκαν την ιδεολογική λεοντή: κομματικούς φενακισμούς («Ελιά» – όχι ΠΑΣΟΚ, «Ποτάμι» – όχι Ν.Δ.) ή αρλουμπολογία «παραταξιακού» σχολαστικισμού (κεντροαριστερά, κεντροδεξιά, κεντροαριστερότερη αριστερά κ.λπ.). Ψήφισαν απευθείας τις μαφίες δίχως «πολιτικά» επιχρίσματα.
Κυνισμός ή ανεπίγνωστη ριζική εξηλιθίωση; Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι να καταμετρήσουμε τους δείχτες ευφυΐας των Ελληνωνύμων σήμερα, αλλά να ψάξουμε αν υπάρχουν πια ίχνη προϋποθέσεων να λειτουργεί κανείς ως πολίτης: ίχνη «αίσθησης δημοσίου συμφέροντος». Αυτή η αίσθηση διαφοροποιεί τον πολιτισμένο από τον πρωτόγονο άνθρωπο, σε οποιοδήποτε γεωγραφικό μήκος και πλάτος, αιώνα ή εποχή.
Η «αίσθηση δημοσίου συμφέροντος» ξεκινάει από τα απλούστερα δεδομένα της πρακτικής του βίου. Για παράδειγμα: Σε όσα νοσοκομεία χτίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, οι θάλαμοι ή τα δωμάτια νοσηλείας διαθέτουν μια συσκευή τηλεόρασης για νοσηλευόμενους. Δεν υπάρχουν όμως τηλεχειριστήρια – έχουν κλαπεί! Οι Ελληνώνυμοι κλέβουμε από τα νοσοκομεία τα τηλεχειριστήρια, κλέβουμε τα σκεπάσματα («κουλούρες») από τις λεκάνες της τουαλέτας, κλέβουμε τις κουρτίνες που υπήρχαν αρχικά στα παράθυρα. Δεν πρόκειται απλώς για μικροπαρανομίες, περιπτώσεις αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ηθικής παρεκτροπής. Πρόκειται για απώλεια της αίσθησης του «δημόσιου αγαθού»: έχει χαθεί η δυνατότητα να ξεχωρίσουμε και αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από τα όσα ο καθένας μας ατομικά κατέχει και νέμεται, υπάρχουν και δεδομένα της πρακτικής του βίου που πρέπει να βρίσκονται στη διάθεση και εξυπηρέτηση όλων (του «κοινού συμφέροντος»), αλλιώς η ζωή δεν λειτουργεί.
Ο άνθρωπος που κλέβει το σκέπασμα λεκάνης από την τουαλέτα νοσοκομείου, είναι ο ίδιος που θεωρεί αυτονόητο να κάνει «κατάληψη» δημόσιου χώρου, σχολείου, πανεπιστημιακού εργαστηρίου, εθνικής οδού, να μπλοκάρει τον ηλεκτροφωτισμό της χώρας, δηλαδή να καταλύει το «κοινό συμφέρον», προκειμένου να εκβιάσει την ικανοποίηση ατομοκεντρικών, συντεχνιακών του απαιτήσεων. Ο άνθρωπος που ιδιοποιείται το σκέπασμα λεκάνης από την τουαλέτα νοσοκομείου, έχει ακριβώς την ίδια έλλειψη της «αίσθησης δημοσίου συμφέροντος» με τον πρωθυπουργό που μοιράζει υπουργεία (την κορυφαία ευθύνη διαχείρισης των «δημόσιων αγαθών») σε φιλαράκια του ή σε εσωκομματικούς υποστηρικτές του. Εχει τον ίδιο αντικοινωνικό πρωτογονισμό με τον φοροφυγάδα, τον ιδιοκτήτη αυθαίρετου κτίσματος ή καταπατημένης δημόσιας γης, τον επίορκο αστυνόμο που πουλάει «προστασία».
Η παγερή αδιαφορία και βαθιά περιφρόνηση για το «δημόσιο συμφέρον» είναι η κυρίαρχη (και κυρίως αυτονόητη) πραγματικότητα στην κρατική οργάνωση του βίου μας των Ελληνωνύμων σήμερα. Νόμοι, θεσμοί, πολιτικά σχήματα, ο δημόσιος λόγος, καμώνονται ότι αγνοούν τη γενικευμένη κλοπή των κοινών αγαθών, της κοινωνικής περιουσίας, ενώ σε αυτή τη λωποδυσία σκοπεύουν. Αν σκόπευαν στην άρνηση της νομιμοποιημένης λωποδυσίας, στην τίμια επιδίωξη του «δημοσίου συμφέροντος», θα αναζητούσαν να εντοπίσουν, αναλύσουν και εφαρμόσουν πολιτικές, ριζικά διαφορετικές (κυριολεκτικά στους αντίποδες) από τις σημερινές.
Δηλαδή, θα έπαυαν να ανοηταίνουν με μικρονοϊκά παιδιαρίσματα, ιδεολογικές κωλοτούμπες σε συνεχώς καινούργια εφευρήματα όλο και αμιγέστερων σχημάτων «κεντροαριστεράς», ζητώντας την πιο αριστερή κεντροαριστερά. Θα αναζητούσαν: ποιος ρεαλιστικός πολιτικός σχεδιασμός, ποιες πολιτικές πρακτικές, θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον Ελληνώνυμο από τον σημερινό πρωτογονισμό του κτηνώδους ατομοκεντρισμού στην αίσθηση και πάλι της αναγνώρισης και του σεβασμού «δημόσιων αγαθών». Οχι με ποια ηθική, με ποια ιδεολογία, ποια κηρύγματα, αλλά με ποια πολιτική πράξη θα πάψουν οι Ελληνώνυμοι να κλέβουν το νοσοκομείο που τους νοσηλεύει, να καταστρέφουν το σχολειό που τους μαθαίνει γράμματα, το τρένο ή το λεωφορείο που τους μεταφέρει.
Τους όρους για την ολοκληρωτική και στυγνή επιβολή του πρωτογονισμού στην Ελλάδα τους οργάνωσε πολιτικά και τους θεσμοποίησε η δήθεν «Αριστερά». Οι «δημοκρατικές δυνάμεις» αυτοσυνειδητοποιήθηκαν αποκλειστικά ως μανιακές καταναλωτικές ορδές – το κάθε άτομο της ορδής «δικαιούται διά να» λαφυραγωγεί αχαλίνωτα ό,τι άλλοτε γινόταν αυτονόητα σεβαστό ως πεδίο «δημόσιου αγαθού». Ακόμα ώς σήμερα η «Αριστερά» επαγγέλλεται πολιτικές παροχών και αύξησης των δυνατοτήτων καταναλωτικής ευχέρειας («θα επαναδιαπραγματευθούμε», «θα αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό») – μιλάει γλώσσα μόνο ποσοτικών μεγεθών. Αδυνατεί να μιλήσει για ποιότητες η Αριστερά, δηλαδή να μιλήσει για πολιτική. Απλώς ευφραδέστερος ο κ. Τσίπρας εξευτελίζει ευχερέστερα τη μειρακιώδη δυσφράδεια του κ. Σαμαρά, όταν παρακάμπτει (εξίσου ανυποψίαστος) την πολιτική προκειμένου να μιλήσει για το μέλλον της χώρας.
Θέλουν να λέγονται «αριστεροί», ενώ μένουν πεισματικά άσχετοι με κάθε έννοια προτεραιότητας των κοινωνιοκεντρικών κριτηρίων, άσχετοι με κάθε αντίσταση στον ατομοκεντρικό, καταναλωτικό πρωτογονισμό. Γι’ αυτό και τα κόμματα της «Αριστεράς» στην Ελλάδα είναι μόνο κόμματα διαμαρτυρίας ή ψυχαναγκαστικού παλαιοημερολογιτισμού. Μιλάνε για «κοινωνικούς αγώνες» και εννοούν συντεχνιακούς εκβιασμούς, μιλάνε για «κοινωνικό κράτος» και εννοούν ασύδοτη τη λωποδυσία σε κάθε πτυχή κρατικής λειτουργίας.
Ακριβώς το ανάλογο συμβαίνει και με τη «Δεξιά»: Μιλάνε για «πατρίδα» και αναφέρονται σε κάτι που δεν ενδιαφέρει κανέναν. Ακόμα και στους γελοιώδεις λαϊκισμούς του Καρατζαφέρη δεν είχαν τίποτα σοβαρό να αντιτάξουν, ακόμα και το χρυσαυγίτικο κοινωνικό περιθώριο το καταδιώκουν σήμερα με τον χωροφύλακα.