Κατ’ αρχάς, αναγκαίες όσο ποτέ κρίνονται τόσο η έναρξη της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης, όσο και η αλλαγή του εκλογικού νόμου. Οι άξονες, στους οποίους πρέπει να στραφεί η τροποποίηση του συνταγματικού μας χάρτη είναι οι εξής :
α. η αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από την πρόωρη διάλυση της Βουλής, μέσω της υιοθετήσεως ενός «μεικτού συστήματος εκλογής», στο οποίο τον πρώτο λόγο θα έχουν οι αντιπρόσωποι του λαού, και αν δεν επιτυγχάνονται οι αυξημένες πλειοψηφίες (των 2/3 ή των 3/5), τότε θα αποφαίνονται επ’ αυτής οι πολίτες
β. η καθιέρωση σταθερών βουλευτικών περιόδων, με τη διεξαγωγή εκλογών κάθε τέσσερα (4) χρόνια, αφαιρώντας από την Κυβέρνηση και τον ’’ηγεμόνα’’ πρωθυπουργό το δικαίωμα της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες
γ. η κατάργηση των διατάξεων περί της ποινικής ευθύνης των υπουργών, καθώς και περί της ασυλίας των βουλευτών
δ. η διασφάλιση της πραγματικής ανεξαρτησίας των δικαστικών, όπως και των «Ανεξαρτήτων» αρχών, μέσω της απεμπλοκής της εκλογής-διορισμού των επικεφαλής τους από τις βουλήσεις της εκάστοτε Κυβερνήσης και των κομμάτων (υπενθυμίζεται, πως για την εκλογή των επικεφαλής των Ανεξαρτήτων Αρχών απαιτείται η συμφωνία των 4/5 κατά τη διάσκεψη των προέδρων της Βουλής)
ε. η τροποποίηση αυτής καθ’ αυτής της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης, με την πενταετία που απαιτείται για την έναρξη της επόμενης από την περάτωση της προηγούμενης να αφορά τις διατάξεις που αναθεωρήθηκαν και όχι το σύνολο του Καταστατικού μας Χάρτη
Από την άλλη, επιτάσσεται να δοθεί ένα τέλος και στον αναχρονιστικό εκλογικό νόμο. Οι εποχές των πανίσχυρων-αυτοδύναμων Κυβερνήσεων, που τόσα δεινά προκάλεσαν στον τόπο μας, έχουν περάσει προ καιρού. Έχοντας εισέλθει από το Μάιο του 2012 στον αστερισμό των Κυβερνήσεων συνεργασίας, είναι αδιανόητο το εκλογικό bonus των 50 εδρών να αποδίδεται αυθαιρέτως στο κόμμα που καταλαμβάνει την πρώτη θέση -έστω και με μερικές ψήφους διαφορά-, και να μη διαμοιράζεται μεταξύ των εκείνων, που αφήνοντας στην άκρη εγωισμούς και ιδεολογικές διαφορές, συγκροτούν μια συμμαχική Κυβέρνηση. Μόνο έτσι θα εμπεδωθεί το αίσθημα συνεργασίας και συνεννόησης στις τάξεις του πολιτικού μας συστήματος, θα διαλυθεί ο καταστροφικός, ανηλεής και δημαγωγικός προεκλογικός ανταγωνισμός και θα δοθεί το περιθώριο για αμοιβαίους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις.
Παράλληλα, στο επίκεντρο της πολιτικής των επόμενων μηνών είναι αναγκαίο να τεθεί το ζήτημα του ελληνικού χρέους. Με μια κοινή, εθνική διαπραγματευτική γραμμή οφείλουμε να απαιτήσουμε από τους εταίρους μας την επιμήκυνση της αποπληρωμής του, με σταθερά επιτόκια, ώστε να μην εξαρτάται αυτή από την εφαρμογή πολιτικών πλήρους λιτότητας. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μπορεί ακόμη να τεθεί και η μερική, και επ’ ουδενί μονομερής όπως κάποιοι ανεύθυνα ορέγονται, διαγραφή του, κατά περίπου 29 δις. των ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που εξαιρέθηκαν από το PSI του 2011. Για να γίνουν πάντως αυτά, απαραίτητη από την πλευρά μας είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών στον τρόπο οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας μας. Μεταρρυθμίσεων και αλλαγών όμως, που η παρούσα Κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει τη δύναμη να τις ολοκληρώσει.
Φοβούμενη το πολιτικό κόστος και εγκλωβισμένη στις αντιδράσεις της ανεύθυνης κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, των διεφθαρμένων συντεχνιών, όπως και της πολιτικής της πελατείας, η σημερινή Κυβέρνηση δεν κατάφερε να επαναθεμελιώσει το χρεοκοπημένο μας κράτος. Μπορεί να κράτησε την Ελλάδα εντός ευρωζώνης και ν’ αποκατέστησε την αξιοπιστία της, δεν τόλμησε όμως να θέσει τις βάσεις για ένα δίκαιο, ανοικτό προς τους πολίτες και φιλικό προς το ιδιωτικό επενδυτικό ενδιαφέρον κράτος. Παρόλες τις θαρραλέες μεταρρυθμίσεις από ακτιβιστές υπουργούς στη Δημόσια Διοίκηση και στο χώρο της υγείας, οι υπόλοιπες κρατικές δομές συνεχίζουν να βρίσκονται σε κατάσταση πλήρους παράλυσης. Οι οικονομικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί, ελέω υποστελέχωσης, αδυνατούν να ανταποκριθούν στο βαρυσήμαντο έργο τους, την πάταξη της φοροδιαφυγής (βλ. λίστες Λαγκάρντ, off–shore κλπ), η διαφθορά στις τάξεις των δημοσίων υπαλλήλων συνεχίζει να παραμένει ατιμώρητη (βλ. Εκθέσεις Γενικού Επιθεωρητή Δ.Δ.), με την ευθύνη να βαραίνει και τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, η δικαιοσύνη όχι μόνο κωλυσιεργεί, αλλά και καθυστερεί μεγάλα αναπτυξιακά έργα (βλ. Ελληνικό). Το φορολογικό μας σύστημα συνεχίζει να παραμένει ασταθές, άδικο και αδηφάγο για κάθε νέα επιχειρηματική πρωτοβουλία, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού έχει μετατεθεί για τους επόμενους κυβερνήτες, η ανεργία συνεχίζει να επιδοτείται, αντί να αντιμετωπίζεται με την τόνωση, σε κάθε βαθμό, της επιχειρηματικότητας, η χώρα ακόμα αναζητεί το παραγωγικό της μοντέλο με τις εξαγωγές να έχουν πάρει την κατιούσα. Η δε ρίζα του κακού για όλα τα ανωτέρω έγκειται στην έλλειψη αξιοκρατικής στελέχωσης σε καίριες και σημαντικότατες θέσεις του Δημοσίου. Διότι αντί για άξιους, έμπειρους, με περγαμηνές, ή ακόμα και νέους επιστήμονες, που θα έθεταν τις κατευθυντήριες γραμμές για την αντιμετώπιση της προεκτεθείσας κατάστασης, επικεφαλής δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων συνεχίζουν να διορίζονται από το παλαιοκομματικό σύστημα ανεπάγγελτα και ανίδεα τέκνα του κομματικού σωλήνα, όπως επίσης και αποτυχόντες πολιτευτές, υπουργοί και βουλευτές.
Ποιος όμως δύναται να τεθεί αντιμέτωπος με όλα τα προαναφερθέντα; Μόνο μια Κυβέρνηση εθνικής ανασυγκρότησης ευρύτερης συναίνεσης, συνεργασίας και συνεννόησης. Μια Κυβέρνηση που θα λειτουργεί δημοκρατικά -και όχι ολιγαρχικά, γύρω από την αυλή του αρχηγού-, που θα διακρίνεται για τη συνοχή της -και όχι για τις ψηφοθηρικές κόντρες μεταξύ των μελών της-, και που θα θέσει τις βάσεις για ένα νέο, αξιοκρατικό, λειτουργικό και ανοικτό προς τους πολίτες κράτος. Μια Κυβέρνηση ολιγομελής, στελεχωμένη αξιοκρατικά, με νέα κυρίως πρόσωπα από την κοινωνία των πολιτών, καθένα εκ των οποίων θα είναι δοκιμασμένο και επιτυχημένο στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του. Για να συγκροτηθεί αυτή, αναπόφευκτες είναι οι αμοιβαίες υποχωρήσεις. Τόσο από την πλευρά της αντιπολίτευσης, και δη της αξιωματικής, όσο όμως και από τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία. Μόνο έτσι θα ξεπεραστεί ανώδυνα ο σκόπελος της προεδρικής εκλογής, χωρίς πρόωρες εκλογές, μετεκλογική αδυναμία συγκρότησης βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος και κατ’ επέκταση ακυβερνησία.
Αυτό είναι άλλωστε το μήνυμα που δόθηκε κατά την πρόσφατη συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης. Μια αντίστοιχη Κυβέρνηση -Συνωμοσία του Καλού για τη χώρα- ζητούν ακόμη νέες, υπεύθυνες δυνάμεις που κατέρχονται στον πολιτικό στίβο. Και προπαντός, αυτήν αναζητεί εδώ και μήνες η πλειονότητα των πολιτών. Έτσι, στο χέρι των σημερινών κοινοβουλευτικών δυνάμεων βρίσκεται ο σχηματισμός της. Και προσοχή. Υπεύθυνοι και υπόλογοι για το εάν σε ορισμένους μήνες οδηγηθούμε σε κυβερνητική αστάθεια, δεν θα είναι μόνο οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης, που σε κάθε ευκαιρία διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για εκλογές. Θα είναι και κείνοι, που κατέχουν σήμερα κυβερνητικές θέσεις και λόγω προσωπικών εγωισμών, συμφερόντων και φιλοδοξιών, συνεχίζουν να καλλιεργούν τον ιδεολογικό διπολισμό, δίχως να βάζουν πλάτη για τη σύσταση ενός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος. Ενός σχήματος που θα κατευθύνει ανώδυνα και με ασφάλεια τη χώρα μέχρι και τον Ιούνιο του 2016.