γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Είμαστε πρόσφυγες, εκλαμπρότατοι κύριοι. Είμαστε πρόσφυγες, αγαπητές κυρίες. Τρίτης ή τέταρτης γενιάς, αλλά πρόσφυγες. Οι παππούδες μας ήρθαν από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία, την Καππαδοκία, την Κύπρο. Διώχθηκαν οι περισσότεροι το ’22, άλλοι λίγο αργότερα ή λίγο νωρίτερα. Έζησαν τον φόβο του θανάτου, καθώς ορισμένοι εθνικιστές αποφάσισαν πως αυτός θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να καθαρίσουν το έθνος τους. Εθνικιστές σαν τον Μουσταφά Κεμάλ. Εθνικιστές που τώρα ο τάφος τους κοσμείται από τα λουλούδια που προσφέρουν αρχηγοί κρατών, εθνικιστές προτεινόμενοι για Νόμπελ Ειρήνης. Αλλά άλλο πολίτες και άλλο πολιτική. Βέβαια. Πόσο μάλλον όταν οι πολίτες αυτοί είναι πρόσφυγες.
Ορισμένοι από τους παππούδες μας, κύριοι, δεν μιλούσαν καν ελληνικά. Οι ντόπιοι τους φώναζαν “τουρκόσπορους”, οι άντρες ήταν εθνικοί μειοδότες, οι γυναίκες ήταν “παστρικιές” λόγω της συνήθειάς τους να προσέχουν την υγιεινή τους. Πρόσφυγες. Πιο μελαχρινοί από τους άλλους, με τα μωρά να κλαίνε -τουλάχιστον όσα κατάφερναν να επιβιώσουν, αφού η παιδική θνησιμότητα ήταν στα ύψη τουλάχιστον ως το 1924. Πρόσφυγες. Κάποιοι ακρωτηριασμένοι, μιας και δεν κατάφεραν να υπολογίσουν πόσο κοντά θα βρισκόταν η λεπίδα ενός Τσέτη. Πρόσφυγες. Πεινασμένοι, ψάχνοντας για μια νέα πατρίδα στα σκουπίδια του Πειραιά. Πρόσφυγες, μετανάστες ή, αν προτιμάτε, άνθρωποι β’ διαλογής.
Σήμερα, ένα νέο προσφυγικό κύμα βρίσκεται έξω από την πόρτα μας. Αλλοεθνείς, ετερόδοξοι, “βάρβαροι” με την έννοια ορισμένων. Είναι πρόσφυγες κι αυτοί, αλλά τώρα δεν είναι οι παππούδες μας. Εξάλλου, οι τελευταίοι έγιναν ένα με τους πρότερους Ελλαδίτες, άνοιξαν καταστήματα, εξελέγησαν βουλευτές. Κι άφησαν εμάς, τα βλαστάρια τους, να μιλάμε για “την προστασία του άσπιλου ημών έθνους” κι άλλα τέτοια μακρόσυρτα. Να φιλοξενούμε τους Σύριους -ή οποιουσδήποτε άλλους- με το αζημίωτο: 5 ευρώ το μπουκαλάκι νερό, 20 ευρώ η κουβέρτα, αυτός ο περίφημος Ξένιος Δίας μάλλον πληρώνεται καλά παρά την ηλικία του. Να μιλάμε για ελληνικό πολιτισμό, χωρεύοντας ζεϊμπέκικα σε ρυθμούς γνωστού ακροδεξιού αηδού. Είπαμε, αυτοί είναι βάρβαροι, εμείς είμαστε Έλληνες και μας ζηλεύουν όλοι.
Δυστυχώς, κυρίες και κύριοι, αποτύχαμε ήδη σε κάποιο βαθμό. Πράγματι, αρκετοί κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου δίνουν καθημερινά μαθήματα αλληλεγγύης σε περίεργες ΜΚΟ και ευαίσθητες τηλεοπτικές περσόνες. Στην πλειοψηφία της όμως η ελληνική κοινωνία δεν κατανόησε ακόμη το μέγεθος του προβλήματος. Γιατί το να βοηθάς είναι κάτι σημαντικό, το να συνειδητοποιείς όμως γιατί το κάνεις είναι σημαντικότερο. Είναι χρέος μας η σιωπηλή στήριξη αυτών των ανθρώπων, το οποίο οφείλουμε στους πρόσφυγες προγόνους μας. Γιατί η μάνα από τη Συρία δεν έχει καμία διαφορά με τη Μικρασιάτισσα του ’22. Γιατί είμαστε κι εμείς απόγονοι προσφύγων, δηλαδή πρόσφυγες οι ίδιοι. Όσο γρηγορότερα το καταλάβουμε τόσο το καλύτερο για εμάς και για τους άλλους.