Το αίσθημα όμως αυτό αφανίζει τις δικές μας έμφυτες δημιουργικές τάσεις και μας εμποδίζει να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο για τον εαυτό μας και τη κοινωνία (Πενία τέχνας κατεργάζεται). Το αποδείξαμε όλοι εμείς που φύγαμε και όχι μόνο πετύχαμε την οικονομική μας καταξίωση, αλλά και την ικανοποίηση να λέμε ότι «ανοιξε το μυαλό» μας. Απαλλαγμένοι από τη κρατική ομπρέλα ασφαλείας, αντιμετωπίσαμε κάθε δυσκολία που συναντήσαμε και μετά από τις επιτυχείς μας προσπάθειες, απολαύσαμε την ικανοποίηση να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι, εκτός του διορισμού στο δημόσιο, να αναδειχτείς. Και το κάναμε με το σπαθί μας, χωρίς τη διαρκή επαιτεία, τη λένε απαίτηση ή αγώνα, που εκφράζεται με τη κατάχρηση της απεργίας. Ανακαλύψαμε πως όταν δουλεύεις περισσότερο, αμοίβεσαι περισσότερο, πως όταν δουλεύεις καλύτερα αμοίβεσαι καλύτερα. Πως η βελτίωση της θέσης σου, εξαρτάται περισσότερο από εσένα και όχι από το αφεντικό σου ή απο το συνδικαλιστή σου. Αν είσαι καλός σε αυτό που κάνεις θα πάρεις προαγωγή, θα πάρεις αύξηση και θα αποκτήσεις την εμπειρία και την αυτοπεποίθηση ώστε να βάλεις τις γνώσεις και τις ικανότητές σου στην υπηρεσία του εαυτού σου για να δημιουργήσεις τη δική σου μοίρα.
Στο πνεύμα αυτό της ατομικής μας καταξίωσης και της σφαιρικής ευρυμάθειας που αποκτήσαμε στη διάρκεια της προσπάθειάς μας να αναδειχτούμε, οι δικαιολογίες που ακούγονται στη πατρίδα για να μην ανοίξουν τα μαγαζιά τη Κυριακή, για μας, ακούγονται αστείες. Γιατί το ζήτημα της αργίας τις Κυριακές ξεκινά από λάθος αφετηρία. Από τη λειτουργεία των καταστημάτων τη Κυριακή. Ενώ είναι υπόθεση κατάργησης του (ωραρίου) των καταστημάτων. Να μη μπορεί να μας λέει ο χωροφύλακας πότε θα ανοίξουμε και πότε θα κλείσουμε τα μαγαζιά μας. Είναι ακατανόητον ότι καταστηματάρχες, που λένε ότι λόγω της κρίσης υπάρχει κίνδυνος να βάλουν λουκέτο, να μη θέλουν και να διαμαρτύρονται όταν τους δίνεται το δικαίωμα και η ευκαιρία να κάνουν περισσότερες πωλήσεις. Είναι ακατανόητο ότι στην απεργία της Πέμπτης 17 Μαϊου, η ΓΣΕΒΕΕ θα πάρει μέρος με πρώτο αίτημα τη ματαίωση του νόμου περί λειτουργίας των καταστημάτων τη Κυριακή. Τρέλα. Σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς και της δημοκρατίας, πόσο και πότε θα δουλέψουμε, είναι καθαρά προσωπική υπόθεση. Αν θέλεις να έχεις το μαγαζί σου ανοικτό 24 ώρες, 7 μέρες την εβδομάδα (24/7), τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, δεν θα πρέπει να μπορεί κανένας να σε σταματήσει. Είναι ζήτημα ατομικής ελευθερίας, ένα από τα βασικά δικαιώματα της δημοκρατίας και δεν θα πρέπει να μπορεί κανείς να σου απαγορεύσει να το εξασκήσεις. Τότε μπορεί μόνο το κράτος να επέμβει στο μαγαζί σου, όταν δεν λειτουργείς μέσα στα πλαίσια του νόμου.
Εκτός αυτού, θα πρέπει να χωνέψουμε ότι τα πράγματα δεν μπορεί να μείνουν όπως είναι. Έχει αποδειχτεί ότι οι πρακτικές του παρελθόντος μας έφεραν σε αυτό το χάλι και ως εκ τούτου είναι απόλυτη ανάγκη να αλλάξουμε το τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας μας. Πρέπει να χωνέψουμε ότι δεν μπορεί να πάμε πάλι στην προ κρίσης ευμάρεια, αν δεν αλλάξουμε το τρόπο που σκεπτόμαστε και αν δεν προσαρμοστούμε στη νέα κατάσταση. Είναι αλήθεια ότι η αλλαγή φοβίζει, αλλά το να αντιστεκόμαστε στις αλλαγές δεν βοηθάμε κανέναν και πολύ περισσότερο δεν βοηθάμε τον εαυτό μας.
Στη πατρίδα μας επικρατεί η εντύπωση ότι ζούμε μέσα σε μια φούσκα (bubble) και ότι η οικονομία μας είναι ανεξάρτητη από τη παγκόσμια αγορά. Βαυκαλιζόμαστε με ψευδαισθήσεις, ότι μια σοσιαλιστική κυβέρνηση μπορεί να χτίσει μια ιδεώδη σοσιαλιστική κοινωνία, όπου όλοι, χωρίς μεγάλες προσπάθειες, θα είμαστε ευτυχισμένοι και θα απολαμβάνουμε μια απίθανη ευημερία. Ότι το κράτος θα μας παρέχει όλα όσα χρειαζόμαστε από τη γέννησή μας μέχρι το θάνατό μας, και το πιο απίθανο, χωρίς να πληρώνουμε φόρους. Τα ακούς όλα αυτά σήμερα από ανθρώπους που έπρεπε να ξέρουν καλύτερα, απ’ αυτούς που περίμενες να έχουν μερικά κουκούτσια μυαλό παραπάνω, από μερικούς από τους διανοουμένους μας. Βλέπεις κάθε φορά να βγαίνουν στα διάφορα φόρα και να υποστηρίζουν χίμαιρες. Ενθυμούμενοι τα νιάτα τους και την εξέγερση του Πολυτεχνείου, μας λένε πως όλα τα προβλήματα θα επιλυθούν αυτομάτως αν «η αριστερά βρει τον εαυτό της» ή να υπόσχονται ότι όλα θα πάνε καλά αν με τη «πάλη» και τον «αγώνα» θα κάνουμε την «ανατροπή». Χωρίς να μας λένε τι σημαίνει ο όρος «ανατροπή». Τι πρέπει να ανατρέψουμε; Τη κυβέρνηση; Το πολίτευμα; Και πώς; Με όπλα; Με μούτζες; Με κοντάρια σημαιών; Και αν κάνουμε την ανατροπή, τι καινούργιο θα μας φέρει; Δεν μας το ξεκαθαρίζουν. Με ξύλινο ιδεολογικό λόγο και χωρίς να λένε τίποτα συγκεκριμένο, δημιουργούν φρούδες ελπίδες στο λαό, ότι υπάρχει λύση στη κρίση που διερχόμαστε, χωρίς θυσίες, αρκεί να ψηφίσουμε το κόμμα που ευνοούν.
Για να καταλάβετε τι ακριβώς εννοώ όταν μιλάω για την ανευθυνότητα, με την οποίαν οι φυσικοί ηγέτες του λαού, οι διανοούμενοι, απεμπολούν τις ευθύνες τους, στο τηλεοπτικό πρόγραμμα KONTRACHANNEL, της 15.11.13, κάποιος διανοούμενος, πρόεδρος(;) του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967 – 1974, πολύ σοβαρά και με τον απαιτούμενο στόμφο, πληροφόρησε στο ακροατήριο ότι για να αποσοβήσουμε τη κρίση που διερχόμαστε είναι ανάγκη να επανασυστήσουμε το ΕΑΜ.
Απορώ και εξίσταμαι. Όλοι αυτοί οι διανοούμενοι, δεν διαβάζουν εφημερίδες, δεν βλέπουν τηλεόραση, δεν ανοίγουν το ίντερνετ, δεν έχουν ακόμα καταλάβει πως ο καπιταλισμός έχει επικρατήσει από άκρου σε άκρο σε όλο το κόσμο; Πως δεν υπάρχουν πια αεροστεγείς εθνικές οικονομίες και ότι όλες αποτελούν κομάτια της παγκόσμιας; Σοβαρά, πιστεύουν ότι μπορούν να απομονώσουν την Ελληνική οικονομία, ότι μπορεί να επανέλθουμε στη δραχμή, να αρχίσουμε να τη τυπώνουμε και με αυτή να πληρώσουμε όλα τα χρέη μας για να ζούμε μετά ζωή χαρισάμενη; Είναι δυνατόν να δίνουν τέτοιες ελπίδες στο λαό; Οι διαβασμένοι μας; Οι ταγοί μας; Μα, δεν βλέπουν τι γίνεται στη Κούβα, στη Βόρεια Κορέα; Δεν βλέπουν τι γίνεται στη Κίνα, που οι συγγενείς των μελών του ανωτάτου κομμουνιστικού ιερατείου έχουν γίνει δισεκατομυριούχοι με την υιοθέτηση του καπιταλισμού;
Αποστολή των διανοουμένων δεν είναι μόνον να βολευτούν και έτσι να γίνουν χρήσιμοι για τον εαυτό τους, αλλά θα πρέπει γίνουν χρήσιμοι και στη κοινωνία. Προς τούτο θα πρέπει να πάψουν να είναι ρομαντικοί και να βλέπουν τα πράγματα όπως θα είθελαν να είναι. Θα πρέπει να βγάλουν για λίγο τα ιδεολογικά τους γυαλιά, ώστε να μπορούν να βλέπουν τα πράγματα καθαρά, να επιστρατεύσουν το «κοινό νου» και χρησιμοποιώντας τις γνώσεις τους, να προσπαθήσουν, με τη δημοκρατία, να βρουν τρόπο, όχι να καταργήσουν, αλλά να χαλιναγωγήσουν τον καπιταλισμό. Είναι απαραίτητο να τον δαμάσουμε, να του φορέσουμε το κοινωνικό ράσο, να τον κάνουμε ανθρώπινο, ώστε να μας δίνει τα δώρα του χωρίς βαρβαρότητα. Χωρίς να χάνουμε την ανθρωπιά μας. Μπορούν να το κάνουν; Τουλάχιστον, ας προσπαθήσουν. Και ας σταματήσουν τις σαπουνόφουσκες.
Για να διαβάσετε περισσότερα άρθρα του Κωνσταντίνου Λυκογιάννη πατήστε εδώ!