«Κυκλάμινο» νομίζω το έλεγαν. Απέναντι από το πανεπιστήμιο μάζευε κάθε μεσημερο-απόγευμα τις νωχελικές ώρες των φοιτητών, που πήγαιναν για έναν καφέ και πολλή κουβέντα. Οι πιο πολλοί έψαχναν το αλισβερίσι των βλεμμάτων, που στηνόταν κάθε τέτοια ώρα και κρατούσε ως τη δύση σχεδόν τού ήλιου. Και ήταν απίστευτα καθαρός αυτός ο ήλιος, που έπινε κι εκείνος τον μακρύ του καφέ μαζί με τη φοιτητοπαρέα. Πάντα είχε κόσμο το «κυκλάμινο», όσο τουλάχιστον το Πανεπιστήμιο ήταν σε λειτουργία. Είχε και το πλεονέκτημα τής ησυχίας, αφού ήταν μακριά από τον κύριο οδικό άξονα τής πόλης. Έτσι σπάνια ξέπεφταν εκεί εξωπανεπιστημιακοί, τόσο που οι θαμώνες του το θεωρούσαν “δικό τους χώρο”, κάτι σαν προέκταση αμφιθεάτρου ή ακόμη καλύτερα του σπιτιού τους. Πανεπιστημιο Ιωαννίνων, αρχές δεκαετίας τού ΄80. Η Ελλάδα στα ντουζένια της. Με τα κύματα τής πρόσφατης επαναστατικότητος να αρχίζουν να ξεθυμαίνουν, ζωντανά ωστόσο ακόμη, ίσα να συντηρούν την ιδέα τού διαφορετικού, του φουσκωμένου με ελπίδα και έξαψη.
Ήταν λίγα μέτρα άλλωστε μετά την εκκίνηση που είχε δοθεί και το μπουμ τού αφέτη δεν είχε ακόμη σιγήσει. Το “αύριο” τότε δεν μπορούσε παρά να φαντάζει σε όλους καλύτερο από το στερημένο παρόν. Παρόν που νοστίμιζε μονάχα από προσδοκία και … απαίτηση για «…ζωή», που άμαθοι καθώς ήμασταν από πολλά, την είχαμε με το μυαλό μας να φτάνει μέχρι στη στρατόσφαιρα. Όλα λοιπόν ήταν μπροστά μας και μεις τρέχαμε να τα αγκαλιάσουμε. Με το δικαίωμα τής αμοιβής για κάποιο, αδιευκρίνιστο έργο, που είχαμε επιτελέσει μέχρι τότε. Οι κουβέντες μας, επαναστατικές σε μένος και ταυτόχρονα τακτοποιημένες με πολλές παραλλαγές ιδεολογικών σελλοφάν, που με ευκολία και αφθονία προσφέρονταν εκείνη την εποχή.
Ο πιτσιρικάς που μας σέρβιρε τότε –δεν θυμάμαι καν το όνομα του- ήταν κομμάτι … προλετάριος, που περιφερόταν αμήχανα ανάμεσα μας, στον μικρόκοσμο μας και εισέπρατε ενίοτε τις φιλικές του φάπες και τα ανηλεή μας πειράγματα. Ήταν παιδί τού ιδιοκτήτη τού μαγαζιού, άρα και δικό μας παιδί. Ο καφές τής εποχής τότε ήταν ο θρυλικός φραπέ, που είχε και την παραλλαγή τού «ολέ», καφέ που δεν συνάντησα έκτοτε πουθενά αλλού και αντιπροσώπευε έναν ζεστό νες σε φλιτζάνι ελληνικού. Χαμός με τον “ολέ” λοιπόν, που μαζί με τον ‘’άσσο’’ και τα «κάμελ άφιλτρα’’ αποτελούσαν το σήμα κατατεθέν τής σκεπτόμενης “επανάστασης”. Χρόνια μετά προσπαθώ να θυμηθώ φάτσες και ιστορίες μιάς νοσταλγικής εποχής, που κατά το συνήθειο τής ανθρώπινης μεγαλοψυχίας, μού άφησε μόνο καλή επίγευση. Ίσως επειδή ήταν και συνομήλικη τής νεότητας μου, ίσως –το πιθανότερο- επειδή τα δικά μας –όποια και αν είναι αυτά – τα έχουμε για τα σπουδαιότερα τού κόσμου. Μιά δικαίωση των πεπραγμένων μας, σαν να λέμε. Όμως όταν οι ουσίες τού εγκεφάλου φτιάχνουν τόσο ζεστά περιβάλλοντα, δεν έχουμε και μεις κανένα λόγο να τα καταστρέψουμε. Ποιός άλλωστε καταφέρεται εναντίον τής ίδιας του τής ύπαρξης, αν δεν παρουσιάζει κάποια διαταραχή;
Αυτό που συγκρατώ όμως, με την ωρίμανση που ο χρόνος μού επέβαλε και που κρατώ ως παρακαταθήκη σκέψης, πέραν όλων των άλλων από τότε, είναι η εννοιολογική διαφοροποίηση κάποιων λέξεων. Σταχυολογώ μερικές από δαύτες.
Η «υπομονή» για παράδειγμα τότε, εξαντλείτο στις ατέλειωτες ηλιοθεραπείες στις μισοάβολες καρέκλες τού «Κυκλάμινου», τις ώρες εκείνες που ο ήλιος τού χειμώνα επέλαυνε θριαμβικά. Την ίδια ώρα, οι ιδέες μας για τον κόσμο καθόλου δε συμμερίζονταν αυτή την υπομονή και εθεωρούντο κάτι σαν θέσφατα, αλήθειες ανυπόμονες και αδιαπραγμάτευτες στη βάσανο τής δημιουργικής αμφισβήτησης. Εν αντιθέσει με το παρόν που η ραστώνη, αν δεν έχει γίνει έξις εν τω μεταξύ, κουβαλάει κάποια ενοχικά φορτία και η σκέψη μας καθόλου δεν είναι σίγουρη για τα πράγματα που φαίνονται να είναι σε διαρκή κυματισμό. Αναφέρομαι βεβαίως σε όσους έχουν ακόμη το κουράγιο τής σκέψης και δεν έχουν αφεθεί στη ραστώνη τής παραίτησης.
Επίσης ο «ορίζοντας», έννοια συνταυτισμένη υποσυνείδητα με την ελπίδα, είχε άλλην θέαση εκείνη την εποχή. Ήταν ορίζοντας και ήλιος ένα.
Σήμερα με δισταγμό κοιτούμε και αισθανόμαστε τον ορίζοντα.
Σαν να στένεψε, σαν να φοβόμαστε που δεν θα τον δούμε όσο όμορφο τον θυμόμασταν κάποτε.
Η «επιβίωση» ακόμα, τότε είχε μιαν αγωνιστική ένταση και καθόλου δεν είχε υποκύψει σε μια αιδήμονα επιταγή του «σώσον εαυτόν σωθήτω». Να συνεχίσω; Η λέξη «ντροπή» είχε κάποιο νόημα, όχι πάντα ενοχικό, ήταν διαρκώς παρούσα ως μια αποδοχή κανόνων αποδεκτών απ’ όλους. Εν αντιθέσει με το «σήμερα» που μοιάζει περισσότερο με… παρασύνθημα μιάς κρυπτομαφιόζικης συντεχνίας, που ενθυλακώνει διαρκώς καινούρια μέλη που διόλου δεν ενδιαφέρονται για τη ρυθμιστική λειτουργία κοινωνικών αξιών.
Η αγωνία του ανώνυμου φοιτητή είχε τότε χρώμα. Ενδεχομένως και χαρακτηριστικά εσωστρέφειας –τότε δεν υπήρχε ίντερνετ- , είχε όμως και μια βεβαιότητα συνέχειας, έστω με ρήξεις, με το παρελθόν που άφηνε.
Σήμερα η συνέχεια αυτή έχει ενσωματώσει τις ρήξεις ως συνήθη διαδικασία και διόλου ως επαναστατικότητα. Ρεαλισμός; Πιθανόν. Όμως η παιδικότητα τής ανθρωπότητος φαινεται πια να συμπληρώνει τον κύκλο της.
Το αντιλαμβανόμαστε άραγε;
Ο ενθουσιασμός και η έκπληξη έχουν ωριμάσει και έχουν απωλέσει τα εκρηκτικά τους σκιρτήματα. Όλα δείχνουν σα να έχουν μπει σε ράγες. Στην εποχή των ασύλληπτα μεγαλύτερων εκπλήξεων που έχει ζήσει ποτέ ο πλανήτης, το κοινό μοιάζει να … χασμουριέται.
Ναι, αναντίρρητα ζούμε την ενηλικίωση του πολιτισμού μας. Δείτε το στα μάτια των ανθρώπων, στα αντανακλαστικά τους. Όλα γίνονται σαν να ήταν αναμενόμενα. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί δεδομένη την τεχνολογική εξέλιξη, κατοχυρωμένη την εκπλήρωση τού αιτήματος ευζωίας του.
Γιάννινα. Δεκαετία του ΄80. Θυμήθηκα ότι υπήρξε περίοδος που η βροχή, ως να είχε κλείσει ραντεβού, επισκεπτόταν στις τρεις ακριβώς τη φοιτητοπαρέα τού “Κυκλάμινου”. Τότε γινόταν ένας μικρός χαμός. Τρέχαμε όλοι να στριμωχτούμε μέσα. Καπνοί από τσιγάρα, φωνές, κολπάκια, ανέκδοτα, πλάκες, φλερτ και κουτσομπολιά. Τράκες και για κανένα τσιγάρο. Κέρασμα στον συμφοιτητή που δεν είχε κέρμα ούτε για αναμνηστικό στη τσέπη. Μια παρέα, ένα τσούρμο, παιδιά που καμώνονταν τους σημαντικούς, που προσπαθούσαν να πουν με τον τρόπο τους για την άξια συμμετοχή στο συμβάν τής ανθρωποσύναξης τους. Τα πιο πολλά χωρίς οικονομική άνεση. Δεν είχαν ζήσει σπουδαία, ωστόσο έμοιαζαν αποφασισμένα να το κυνηγήσουν. Τα περισσότερα εξ’ αυτών θα εκκινούσαν χωρίς τα βάρη τής προηγούμενης καλής ζωής. Με μιαν επίφαση ελευθερίας, αφού δεν είχαν να χάσουν. Ενώ σήμερα;
Κάποιες φορές αισθάνομαι ότι τα παιδιά μας νιώθουν σαν να σηκώνονται από παιχνίδι χαρτοπαιξίας με τις τσέπες άδειες. Μήπως τότε παίζαμε το παιχνίδι χωρίς λεφτά στη τσέπη; Μήπως – λέω μήπως- μεγαλώνοντας, όταν τις γεμίσαμε, παίξαμε την Ελλάδα στο τραπέζι; Και τώρα τί;
Η ιστορία δε σηκώνεται ποτέ από το τραπέζι τής χαρτοπαιξίας της. Οι παίκτες της εναλλάσσονται μονάχα. Μερικοί απ’ αυτούς χαζεύουν λίγο παραέξω και ποντάρουν στα φύλλα αυτών που παίζουν. Αυτών, που είμαι βέβαιος θα θυμούνται κάποιο αντίστοιχο «κυκλάμινο» μόνο ως μια βολική ανάμνηση από το παρελθόν.
Θα μπορούσαν αναμφίβολα να είναι και κάποιοι από τους “έξω” στη θέση τους. Δε ξέρω ποια τύχη το κανονίζει αυτό. Η διαφορά είναι ότι στο παιχνίδι τους πλέον, το «κυκλάμινο» μπορεί να είναι και η γη ολάκερη.
Όμως είναι και οι κανόνες τους που άλλαξαν. Ο τρόπος που αντιλαμβάνονται τον κόσμο τους. Οπωσδήποτε και η γλώσσα τους, που άρχισε να σημαίνει ετερόδοξα τις έννοιες. Εκείνη που τώρα ψάχνουν να εφεύρουν στον εγκέφαλο τους, για να τις σκανάρει από την αρχή, άρα και την συνεπαγόμενη εξ’ αυτής κρίσιμη επικοινωνία.
Η ανθρωπότητα ενηλικιώθηκε. Με ποιές λέξεις θα επικοινωνούμε πλέον;
Μένει να το δούμε.
Σήμερα βρέχει. Αυτή ήταν η αφορμή για κάποιες ασύνταχτες σκέψεις μου και μια γερή δόση νοσταλγίας. Το κτίριο πάντως που αναφέρθηκα έπαψε εδώ και καιρό να λειτουργεί ως πανεπιστήμιο και το «κυκλάμινο» μάλλον δεν θα υπάρχει.
Χρόνια πριν εντούτοις, ήταν στη θέση του, αποχαρακτηρισμένο πια από τον ρόλο που τού είχα αναθέσει και ο πιτσιρικάς ήταν ένας νταγλαράς, που εκείνη τη περίοδο ήταν στρατιώτης. Όπως και να’ χει, εγώ θα τα θυμάμαι και τα δύο σαν να λειτουργούν. Άλλωστε αν δεν έχεις πέτρες να πατήσεις πώς θα περάσεις από την μία όχθη τής ζωής σου στην άλλη; Άλλωστε για μένα το «κυκλάμινο» δεν ήταν απλά ένα μαγαζί. Υπάρχει και θα υπάρχει πάντα. Λουλούδι στους αγρούς με χρώμα και άρωμα, που πάντα θα έχω ανάγκη.
Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!