Δεν είχε κέφι για κουβέντα.
Στης μοναξιάς του το έδρανο
την ησυχία διάλεξε αφέντρα.
Δεν ήθελε λόγια άσκοπα
που λένε για να λένε.
Της φλυαρίας τα άκοπα
τα αυτιά να ακούν δε θένε.
Η κλήση είχε απόκρυψη
Ένα όνομα κρυμμένο ακόμα
Φοβόταν την ταυτότητα
της ευθύνης του το σώμα.
Το τηλέφωνο είχε για βουβό,
στα αυτιά του δεν είχε ήχο.
Ήθελε το χρόνο του σοφό
τις σκέψεις του «απίκο».
Κτύπησε το τηλέφωνο
με ήχους επίμονους, πολλούς
Του προόριζε ένα στέφανο
τιμή στους άγνωστους νεκρούς.
Για περισσότερα ποιήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ!