Guest

Ξέρεις ποιος είμαι ‘γώ, ΡΕ!

Αμαρτίες μιας κοινωνίας που τον εκφοβισμό τον έχει κάνει τρόπο έκφρασης και διαπαιδαγώγησης. Μιας κοινωνίας που εκπαιδεύει και ανέχεται εκφοβιστές σαν προσόν επιβίωσης, καταξίωσης και αρετής;

Ξέρετε πότε ανατρίχιασα, επαναστάτησα, θύμωσα πιο πολύ με την περίπτωση Γιακουμάκη; Όταν όλες οι φυλλάδες, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, διαδικτυακοί επαναστάτες και υπερασπιστές του δικαίου, ακόμα και η Χρυσή Αυγή, αρχίσαν να ρίχνουν κροκοδείλια – με έμφαση στο δειλια – δάκρυα για το …πρώτο θύμα εκφοβισμού στην Ελλάδα. Αλλά γιατί να μην το κάνουν; Για όλους αυτούς μόνο ο Γιακουμάκης ήταν θύμα εκφοβισμού και τους έκανε την χάρη κιόλας να αυτοκτονήσει για να κανιβαλίσουν στο όνομα του, αγαπημένο χόμπι όλων αυτών.

Το πρώτο θύμα εκφοβισμού στην Ελλάδα. Το γράφουν με πηχυαίους τίτλους και δεν ντρέπονται. Αλλά γιατί να ντραπούν; Έχουν κάνει άλλους να ντρέπονται. Τα θύματα τους.

Το 2006, στο λύκειο Αμαρύνθου Ευβοίας, ένα δεκαπεντάχρονο κοριτσάκι βιάστηκε από τέσσερα καθάρματα και μάλιστα, όπως τότε είχε διαρρεύσει και αργότερα κουκουλώθηκε, υπήρχε και βίντεο από το βιασμό, τραβηγμένο από την αδελφή ενός από τους βιαστές. Μια εγκληματικά ανίκανη και προκατειλημμένη δικαιοσύνη αθώωσε τους εγκληματίες, παρόλα τα συγκλονιστικά στοιχεία. Μια συνένοχη κοινωνία κάλυψε το έγκλημα και ένα συρφετό επαίσχυντων δημοσιογράφων κανιβάλισε το κοριτσάκι.

Έφτασαν σε τέτοιο σημείο εκφοβισμού και όρια απανθρωπιάς που διαπόμπευσαν το θύμα σε τέτοιο σημείο ώστε το κοριτσάκι και η μητέρα της υποχρεωθήκαν να φύγουν από το χωριό. Σήμερα στον Αμάρυνθο τολμάνε να μιλάνε για τον Γιακουμάκη; Στον Αμάρυνθο κλαίνε για τον Γιακουμάκη αλλά καμαρώνουν για τους τέσσερεις «άντρακλες» τους και την άρρωστη που βιντεοσκοπούσε; Η μήπως είναι τυχεροί που το κοριτσάκι αποδείχτηκε πιο άντρας από όλους μαζί εκεί στην Αμάρυνθο και δεν αυτοκτόνησε;

Το σώμα της δεν αυτοκτόνησε γιατί ψυχικά είναι νεκρή και προδομένη. Προδομένη από όλους αυτούς που σήμερα υποκριτικά θρηνούν τον Γιακουμάκη. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι κατηγορούμενοι «ασέλγησαν μεν εις βάρος της κοπέλας, ωστόσο αυτό έγινε με τη θέληση της παθούσης», αδιαφορώντας ότι ακόμα και σε αυτή τη πρόταση φάσκουν και αντιφάσκουν προκλητικά. Η δε τοπική κοινωνία ζητάει και εκδίκηση από το κοριτσάκι που έδειξε την υποκρισία τους καλώντας την δικαστικά για ψευδορκία, ψευδή ανωμοτί κατάθεση, ψευδή καταμήνυση, παραπλάνηση σε ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμηση εναντίον των τεσσάρων πρώην συμμαθητών της. Αυτοί σήμερα κλαίνε για τον Γιακουμάκη;

Και που είναι οι φυλλάδες που μιλάγανε για την «προκλητική ξένη»; Την μετανάστρια, αφήνοντας το λάθρο να πλανάται στον αέρα αθώα και έχοντας σαν υποσημείωση κείμενο για τις ανατολικοευρωπαίες πουτάνες που έχουν γεμίσει την ελληνική επαρχεία. Κλαίνε όλες οι φυλλάδες για τον Γιακουμάκη τώρα;

Γιατί και πώς να τιμωρηθούν όσοι ώθησαν τον Γιακουμάκη στην αυτοκτονία; «Ασέλγησαν μεν εις βάρος του παλληκαριού, ωστόσο αυτό έγινε με τη θέληση του παθόντος». Ήδη έχουν αρχίσει να στήνουν το παραμύθι. Ερευνητές, δημοσιογράφοι, συμμαθητές και εκπαιδευτικοί, ήδη δηλώνουν ότι ναι μεν τον βασάνιζαν κάποιοι συγκεκριμένοι αλλά όλο παρέα τους ήταν ο Γιακουμάκης, αθώα παιχνίδια εφήβων ήταν. Να, υπάρχουν και φωτογραφίες.

Η περίπτωση του 11χρονου Άλεξ Μεσχισβίλι τι ήταν; Αφήστε, θα σας πω εγώ τι ήταν. Ξένος ήταν. Ο Άλεξ δεν αυτοκτόνησε, δολοφονήθηκε. Θύμα εκφοβισμού τοπικών τσαμπουκάδων που η οικογένεια τους όχι απλά κάλυψε, αλλά συνεργάστηκε για να εξαφανίσει το κορμάκι του παιδιού και να στερήσει από τη μάνα του ακόμα και αυτή την ύστατη πράξη της ταφής του. Φαντάζομαι η Βέροια δεν ξέρει τίποτα από εκφοβισμό και σήμερα κλαίει για τον Γιακουμάκη και τρέχει να ανάψει κεριά στη μνήμη του.

Αυτές είναι απλά δυο περιπτώσεις που εμένα με συγκλονίζουν και δείχνουν πια είναι η ελληνική κοινωνία, αλλά παραδείγματα υπάρχουν χιλιάδες. Κυριολεκτώ χιλιάδες και υπάρχουν παντού γύρω μας, από το σχολείο, στο πάρκο, στη ταβέρνα, στη καφετέρια, στη Βουλή και μέσα στα σπίτια μας. Στην Ελλάδα τον εκφοβισμό τον εφαρμόζουν σχεδόν όλοι και είναι σχεδόν όλοι θύματα εκφοβισμού, γιατί το πρόβλημα είναι κοινωνικό και έχει γίνει μέρος της κοινωνίας μας σχετικά αποδεκτό.

Αλλά πριν συνεχίσω, μήπως παρατηρήσατε κάτι κοινό – εκτός από το προφανές – στις δυο ανωτέρω περιπτώσεις; Δεν είναι μονάχα οι ένοχοι που προσπαθήσαν να ξεφύγουν αλλά υπήρξε και μια ολόκληρη τοπική και ευρύτερη κοινωνία που τους κάλυψε ενεργά ακόμα και καταστρέφοντας ενοχοποιητικά στοιχεία όπως έγινε με τα περίφημα βίντεο με το βιασμό του κοριτσιού στην Αμάρυνθο. Στη περίπτωση του Γιακουμάκη η κοινωνία έχει ήδη αρχίσει να δείχνει τα περίφημα «αντανακλαστικά» της. Πρώτα η λάσπη πήρε την οικογένεια του, σύντομα είμαι σίγουρος ότι θα έρθουν – με λίγη βοήθεια από τους συνήθεις ενόχους, τα ΜΜΕ – και οι αποκαλύψεις για την προσωπική του ζωή. Παράλληλα συγγενείς και «φίλοι» των τσαμπουκάδων της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων έχουν αρχίσει να εκφοβίζουν με μηνύσεις και να υπενθυμίζουν σε γνωστούς και αγνώστους «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ΡΕ!».

Αυτή την έκφραση την έχουν χρησιμοποιήσει για εκφοβισμό οι περισσότεροι Έλληνες ανεξαρτήτου ηλικίας, εκπαίδευσης, κοινωνικής θέσης ή οικονομικής κατάστασης.

  Το 1999 η Φιλανδία είχε την προεδρία της ΕΕ και Δεκέμβρη μήνα οργανώνεται στο Ελσίνκι η σύνοδο προέδρων και πρωθυπουργών. Ο Σημίτης αντιπροσωπεύει την Ελλάδα – κάποια άλλη στιγμή θα σας γράψω προσωπικά ανέκδοτα από τη συνάντηση μου με τον τότε Έλληνα πρωθυπουργό – και συνοδεύεται από όλο το heavy metal της τότε κραταιάς ελληνικής δημοσιογραφίας. Το Ελσίνκι τότε δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό Ελσίνκι, θύμιζε περισσότερο επαρχιακή πόλη με μετρημένα μέρη να βγεις έξω. Συν ότι ήταν Δεκέμβρης με θερμοκρασίες γύρω στο -20, με πολύ χιόνι και λίγους πρόθυμους για ποτάκι μετά τις οκτώ.

Μετά λοιπόν από μια πολύ κουραστική μέρα βρέθηκα στο ένα από τα τρία παμπ που άντεχαν τότε ξένους και είχαν ποικιλία από ποτά που δεν περιοριζόντουσαν στη φιλανδική μπίρα και βότκα, παρέα με Φιλανδούς δημοσιογράφους. Κάποια στιγμή κατά τις 11 ανοίγει η πόρτα και εισβάλει μια παρέα. Μάλλον πρώτα εισβάλαν οι κολόνιες τους, μετά τα κουστούμια Αρμάνι, ξέρετε αυτά τα γυαλιστερά και τέλος τα ρόλεξ τους. Τους περισσότερους τους αναγνώρισα, κάποιους τους ήξερα, δυο μου είχαν συστηθεί την προηγουμένη σε μια γιορτή που οργάνωσε το υπουργείο εξωτερικών για τους δημοσιογράφους, με έναν είχα ήδη τσακωθεί.

Πιάσανε που λέτε μεγάλο τραπέζι και αφού παράγγειλαν τα ποτά τους αρχίσαν να συζητάνε με την ένταση που συζητάνε οι Έλληνες και μου είχε λείψει. Παραδέχομαι ότι στην αρχή θα ήθελα πολύ να ήμουν στη πολύ ζωντανή παρέα τους. Ώσπου ένας από αυτούς – και πολύ γνωστός τότε και τώρα – έβγαλε ένα τεράστιο πούρο από την τσέπη του σακακιού του και το άναψε. Η μυρωδιά, όπως ήταν φυσικό, γέμισε όλο το παμπ.

Το 1999 η απαγόρευση σε όλους τους εσωτερικούς χώρους δεν είχε ξεκινήσει ακόμα αλλά οι χώροι για καπνιστές ήταν πολύ ευδιάκριτα χωρισμένοι από τους χώρους για τους μη καπνιστές και έβλεπες ότι η γενική απαγόρευση ήταν θέμα χρόνου. Σε πολλά μαγαζιά είχαν ήδη αρχίσει να απαγορεύουν το κάπνισμα τελείως. Το σημείο που καθόταν η παρέα των Ελλήνων μεγαλοδημοσιογράφων ήταν για μη καπνίζοντες. Σφαίρα καταφθάνει η κάπελα από το μπαρ και του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Ο μεγαλοδημοσιογράφος κάτι απαντάει, χαμογελάει, κάνει κίνηση για το πορτοφόλι του αλλά η κοπέλα επιμένει και στο τέλος του λέει δυνατά αλλά πάντα ευγενικά στα αγγλικά. «Ο χώρος που είσαστε είναι για μη καπνιστές. Αν θέλετε να καπνίσετε θα περάσετε στο χώρο για καπνιστές ή εκτός του παμπ.»

Ο μεγαλοδημοσιογραφος δεν είπε τίποτα στην αρχή, αλλά μετά άρχισε σιγά-σιγά να σηκώνεται από το κάθισμα του. Τώρα για να έχετε καλύτερη εικόνα να σας πω ότι η Φιλανδή, γνήσια Σκανδιναβή, έφτανε άνετα το 1.75 ίσως και παραπάνω. Ο Έλληνας μεγαλοδημοσιογράφος καθισμένος η όρθιος είχε το ίδιο ύψος και το μόνο που θα μεγάλωνε στο μέλλον επάνω του ήταν η ήδη φορτωμένη κοιλιά του, η φαλάκρα του και η μυωπία του. Και άνοιξε το στόμα του.

Σε προφορά, ντου γου λάικ ματμαζέλ δι γκριζ, ο μεγαλοδημοσιογραφος της είπε δυνατά «ντου γου νοου χου αη εμ, ρε;» Ελληνιστή «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ΡΕ!». Το «ΡΕ» το κράτησε, μάλλον το θεώρησε διεθνές. Πριν τελειώσει τη κουβέντα του μια τεράστια μαύρη σκιά πλάκωσε όχι μόνο το τραπέζι του αλλά και το δικό μας που ήταν κοντά. Ο μπάρμαν και ο πορτιέρης, και οι δυο βαρέων βαρών και πάνω από δυο μέτρα, πήγαν τον μεγαλοδημοσιογράφο και την παρέα του κυριολεκτικά καροτσάκι μέχρι την πόρτα και αφού τους καληνύχτισαν ευγενικά τους είπαν να μην τολμήσουν να ξαναπεράσουν τη πόρτα του συγκεκριμένου παμπ.

Για λίγα λεπτά μετά την ηρωική έξοδο του «ντου γου νοου χου αη εμ, ρε;» μπορούσα να τον ακούσω απ’ έξω να βρίζει τις Φιλανδές και τους Φιλανδούς με ότι πιο χυδαίο μπορούσε να σκεφτεί, πάντα στα ελληνικά, σίγουρα από φόβο μην καταλάβουν και αποφασίσουν να απαντήσουν. Και οι Φιλανδοί γελάσανε και πιθανώς μετά από μια ώρα να τον ξέχασαν, εκτός κι αν θέλουν να θυμούνται το ανέκδοτο με τον Έλληνα βλάκα. Αλλά ο κύριος «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ΡΕ!» πόσες φορές το είχε κάνει ώστε να θεωρήσει ότι θα περάσει ακόμα και σε μια χώρα που δεν τον καταλαβαίνει και πολύ περισσότερο δεν τον ξέρει;

Πόσες φορές αυτό το ανθρωπάκι που αντλεί ετερόφωτα δύναμη από την εξουσία που του δίνει η δουλειά του και οι γνωριμίες που του προφέρει ο χώρος του, έχει εκφοβήσει και βιάσει λεκτικά κοριτσάκια και αγοράκια γύρω του; Και το έκανε εν γνώση του ότι παραβιάζει τους νόμους μιας ξένης χώρας, επενδύοντας όμως και συνηθισμένος στην ατιμωρησία που απολαμβάνει στην Ελλάδα. Γιατί στην Ελλάδα όπως είπα και παραπάνω, όσοι δεν έχουν χρησιμοποιήσει την παραπάνω έκφραση το έχουν κάνει όχι γιατί δεν θέλουν αλλά γιατί δεν μπορούν.

Αλλά κι αυτό είναι πάλι ένα παράδειγμα. Εδώ υπάρχει άλλος μεγαλοαπατεώνας (ψευδώνυμο δημοσιογράφος) που εκπαιδεύει τους Έλληνες δυο δεκαετίες τώρα – και προσπαθεί απεγνωσμένα να το κάνει και τρίτη – στο πώς να είσαι τσαμπουκάς, πώς να επιβιώνεις πατώντας σε αδυνάτους, ότι ο άντρας είναι άντρας και η γυναίκα στα τέσσερα να πλένει πιάτα. Με περιοδικά και τηλεοπτικές εκπομπές τρεις δεκαετίες έχει πείσει γενιές ολόκληρες, ότι ο εκφοβισμός είναι lifestyle.


Θέλετε να πάμε παρακάτω; Ευαγγελάτος και Τριανταφυλλόπουλος έχουν κάνει σχολή στην Ελληνική δημοσιογραφία τον εκφοβισμό. Σήμερα όμως κλαίνε κι αυτοί για τον Γιακουμάκη και κάνουν έρευνα για τον εκφοβισμό.

Όπως κλαίνε και οδύρονται Σαμαράς, Γεωργιάδης, Βορίδης, Βενιζέλος. Ναι ο Βενιζέλος, ένας από τους μεγαλύτερους μπούληδες, όνομα και πράμα, που έχει περάσει από την ελληνική Βουλή κλαίει και οδύρεται για τον Γιακουμάκη. Ο Σαμαράς εκφόβιζε και συνεχίζει να εκφοβίζει ένα ολόκληρο λαό μόνο με την παρουσία του και τολμάει να μιλάει για εκφοβισμό; Οι περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί έκαναν και κάνουν καριέρα χάρις στον εκφοβισμό. Τώρα κλαίνε για τον Γιακουμάκη; Αλλά θα μου πείτε όταν πρόκειται για ένα Γιακουμάκη είναι έγκλημα, όταν πρόκειται για δέκα εκατομμύρια είναι σωτηρία.

Και ξέρετε ποιο είναι το χειρότερο; Όλοι αυτοί οι παραπάνω στο όνομα του Γιακουμάκη και πάντα για να πολεμήσουν τον σχολικό εκφοβισμό, έχουν αρχίσει να στήνουν τηλεοπτικές δίκες, καταδίκες και λιντσαρίσματα. Συμμετέχει έκτακτα – στο ξύλο και το λιντσάρισμα φαντάζομαι – και η Χρυσή Αυγή. Στα Γιάννενα το σόου έχει ήδη ξεκινήσει. Τόσο ξεφτιλισμένοι είμαστε.

Αλλά για να μην νιώσετε εξαίρεση, αυτά συμβαίνουν και αλλού. Η κόρη μου από το νηπιαγωγείο μέχρι σήμερα, σε τρία διαφορετικά σχολεία – και μάλιστα πρότυπα – έχει γίνει θύμα εκφοβισμού από συμμαθητές της. Αφορμή; Το όνομα της που δεν είναι αρκετά …φιλανδικό. Η συμβουλή της διευθύντριας σε ένα από αυτά, στη χώρα που ζηλεύουμε όλοι για το εκπαιδευτικό της σύστημα; Γιατί δεν χρησιμοποιεί το μεσαίο της όνομα που είναι φιλανδικό;

Πάλι κάτι κοινό. Η κόρη μου θεωρείται ξένη. Ας έχει γεννηθεί στη Φιλανδία, ας είναι η μητέρα της Φιλανδή κι ας περιορίζονται τα ελληνικά της σε απλές προτάσεις. Έχει όνομα ελληνικό, άρα δεν είναι Φιλανδή, είναι μετανάστης. Το λάθρο το αφήνουμε και στη Φιλανδία να πλανάται στον αέρα έτσι αόριστα.

Ο εκφοβισμός είναι η πρώτη έκφραση ξενοφοβίας και ρατσισμού και σε αυτόν το τομέα η Ελλάδα όχι απλά δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά πολύ φοβάμαι αποτελεί εφιαλτικό πρωταθλητή. Για κοιτάξτε γύρω σας και πείτε ειλικρινά ότι ποτέ δεν γίνατε τουλάχιστον μάρτυρας φραστικού εκφοβισμού μετανάστη στην Ελλάδα. Εδώ εγώ που έρχομαι για δέκα μέρες κάθε δυο η τρία χρόνια, έχω δει απίστευτες σκηνές, όχι εσείς που ζείτε εκεί.

Και δεν ξέρω πώς να συνεχίσω, από το σπίτι που εκπαιδεύει το γιο να είναι άντρας, να βαράει και να γ#$μάει κι αν τους βγει «αδελφή» το μόνο που τους νοιάζει πάντα εγωιστικά και αδιαφορώντας για το παιδί, είναι τι θα πει η γειτονιά; Τι έγινε σας πείραξε η λέξη; Πόσες φορές την χρησιμοποιήσατε υβριστικά και προσβλητικά τη τελευταία βδομάδα; Και μη μου πείτε ότι είσαστε απελευθερωμένοι γιατί όταν πρόκειται για το γιο σας … «θα τον σφάξω στο γόνατο που θα με ξεφτιλίσει στο καφενείο». Πόσες φορές τα έχω ακούσει αυτά δεν λέγεται.

Αλλά κανένα πρόβλημα, σήμερα και αύριο όλοι είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν το παιδί «αδελφή» του άλλου. Μετά θα συνεχίσουμε να φτιάχνουμε τους γιους μας να είναι τσαμπουκάδες και να σπάνε και κανένα κεφάλι αν τους ενοχλεί, πλάθοντας αργά και προσεκτικά τον ιδιωτικό μας εκφοβιστή και καμαρώνοντας τον που είναι τσαμπουκάς το αντράκι μας και δεν είναι «αδελφή».

Θα ήθελα να σας γράψω πάρα πολλά ακόμα, όλα συνοδευμένα από παραδείγματα αλλά κάθε φορά που διαβάζω, γράφω ή σκέφτομαι τον Γιακουμάκη πετάγεται στο μυαλό μου η ιστορία του κοριτσιού στην Αμάρυνθο ή του Άλεξ και αηδιάζω, θυμώνω, τρελαίνομαι. Ζητάμε δικαιοσύνη για τον Γιακουμάκη ενώ έχουμε προδώσει αυτά τα δυο παιδιά και εκατοντάδες άλλα γύρω μας.

 

Κι όταν κάποιος θα μας πει κάτι, ξέρετε τι λέμε; «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ΡΕ! Ξέρεις πόσα δάκρυα έχω ρίξει στο φατσοβιβλίο τις τελευταίες σαράντα μέρες για τον Βαγγελάκη;»

**********************************************************************

Όλος ο κόσμος ένα μικρό τσίρκο μπούλιδων έχει γίνει.

**********************************************************************

Κι ο Σόιμπλε μπούλης κι’ ο Βαρουφάκης μπούλης.

**********************************************************************

Σήμερα απέφυγα τα βαριά πολιτικά, άλλωστε τα σοβαρά εξελίσσονται και αποτελέσματα θα δούμε την ερχομένη βδομάδα, μαζί με τις παρελάσεις και τους δημοτικούς χορούς.

**********************************************************************

Ένα μεγάλο κομμάτι από αυτά που ακούγονται και λέγονται αυτή τα στιγμή είναι θέατρο. Οι αλήθειες λέγονται πάντα κεκλεισμένων των θυρών και γι’ αυτά ολίγα μαθαίνουμε.

**********************************************************************

Η δικαιοσύνη στην Ελλάδα είναι πολύ βαριά άρρωστη και ελπίζω αυτή η κυβέρνηση να αλλάξει κάτι γρήγορα γιατί χωρίς ανεξάρτητη και αμερόληπτη δικαιοσύνη δεν υπάρχει κράτος.

**********************************************************************

Άδωνι, από τη μια ο Βαρουφάκης από την άλλη η Ζωή, καταστρέφεται η ύπαρξη σου!

**********************************************************************

Σήμερα μιλήσαμε για τον εκφοβισμό, που να αρχίσουμε να μιλάμε για την οικογενειακή βία και κακοποίηση στην Ελλάδα. Εκεί πια πολλοί θα πρέπει να βρουν τρύπα να κρυφτούν.

**********************************************************************

Για άλλη μια Παρασκευή ο εκφοβισμένος Θάνος Ραφτόπουλος, μου κρατάει συντροφιά με ένα καταπληκτικό σκιτσάκι.

**********************************************************************

Το παιδάκι της φωτογραφίας το έχω πετύχει κι εγώ στο Μοναστηράκι. Είναι τσιγγανάκι αλλά δεν θυμάμαι πια το όνομα του μιας και μια μέρα είχα πιάσει κουβέντα μαζί του. Ποιος ξέρει αν έννοιες όπως εκφοβισμός, βία, ασέλγεια δεν είναι η καθημερινότητα του, η αλήθεια του, η ζωή του όλη. Και πόσοι από εμάς περάσαμε δίπλα του αδιαφορώντας γιατί δεν μας αρέσαν τα …ελληνικά του ή μας …μύρισε το γυφτάκι!





 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Θάνος Καλαμίδας, ένας Έλληνας στο Παρίσι και στο Λονδίνο και στο Βερολίνο και στο Τόκιο και τελευταία στο Ελσίνκι. Για εικοσαετία ελεύθερος σκοπευτής και αναλυτής για Βρετανικά μέσα με ανταποκρίσεις από τη Νότια Αφρική μέχρι την Κίνα, από την Νικαράγουα μέχρι το Σουδάν. Τα τελευταία χρόνια αναλυτής για Σκανδιναβικά, Βρετανικά και Γαλλικά έντυπα σε θέματα που κυρίως αφορούν την ευρωπαϊκή κοινότητα.

Ξέρεις ποιος είμαι ‘γώ, ΡΕ!

του Θάνου Καλαμίδα.

Είμαι θυμωμένος. Πολύ θυμωμένος. Στη χώρα του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ΡΕ!», στη χώρα του «αν μου βγει αδελφή θα τον σφάξω στο γόνατο» και στη χώρα που η μαννάδες καμαρώνουν το «αντράκι» τους που έκανε τσαμπουκά στη τσουλήθρα, ανακαλύψαμε τον εκφοβισμό.

Λυπάμαι για το παιδί. Λυπάμαι πολύ για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη και σαν άνθρωπος και σαν γονιός που ξέρει ότι το παιδί του έχει ζήσει - και θα τον ζήσει πολλές φορές ακόμα - τον εκφοβισμό και πονάω με τον χαμό του. Αλλά για πόσο ακόμα θα χρησιμοποιούμε τον Γιακουμάκη για να σκεπάσουμε υποκριτικά τις αμαρτίες μας;

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο