Πλησιάζει τη γη που τον βλάστησε
ή εκεί, στο ψηλό της κοίταγμα
η ψυχή αφήνει το πρόσκαιρο σώμα,
καθώς φίδι που αργά ξεδερματώνεται;
Κονταίνει ο άνθρωπος όταν γερνά.
Στριμώχνονται τα οστά του,
ξεκουφωμένα τον μεσοσπονδύλιο χόνδρο,
ψυχή που ξεμένουν.
Ακούω τον γόο τους γι’ απόκριση,
βουβά που θρηνούν στον αθέλητο συγχρωτισμό τους,
για την προδιαγεγραμμένη απώλεια.