Πάρτε για παράδειγμα τον Σωκράτη. Αν βρίσκετε το πρόσωπο του άσχημο – κάποιοι λένε ότι πατέρας του ήταν ένας σάτυρος- απλά δεν έχετε ασχοληθεί σε βάθος. Αν τον λατρεύετε ως τέλειο πνευματικό κάλλος, κοιτάζετε μόνο με το ένα μάτι ανοιχτό (και βολικά εθελοτυφλείτε ως προς την δύστροπη γυναίκα του).
Ανοίξτε και τα δύο μάτια! Τότε θα σερφάρετε στο σκοτεινό κινούμενο κύμα του Ηράκλειτου. Και ως εκ τούτου, με υστερινή γνώση καθώς και πρόβλεψη και περιφερειακά εντός παιχνιδιού, μπορεί να επωφεληθείτε στην αντιθετική διορατικότητα: να δείτε τον εαυτό σας, υπαρξιακά, στο πλαίσιο αυτό, και πάντοτε κινούμενο ανάμεσα στα σαγόνια από ξυράφια ενός μεγάλου άσπρου καρχαρία και την κινούμενη άμμο μιας ακτής ενός νησιού.
Στον ωκεανό του χρόνου της δημιουργίας- του παραγωγικού χάους και της διαπλαστικής εξέλιξης- η σοφία δεν έχει μέρος να ξαποστάσει. Δεν μπορείς να κάθεσαι σταυροπόδι πάνω στα νερά. Θα βρεθείς από κάτω, θα πνιγείς.
Αντιθέτως, μέσα στα βάθη, όπως ο καπετάνιος Οδυσσέας αναγκάστηκε να βιώσει, η ιστορία μετρά τόσο όσο και η γοητεία της αφήγησης. Και κάθε προσευχή, που κρατήθηκε από κοινού από δελφίνια, γοργόνες και θαλασσοπόρους, είναι μια έκκληση. Και κάθε κατακραυγή είναι μια ερώτηση.
Με μια αναφορά ακόμη μια φορά στο Σωκράτη- διότι μοιράζομαι με εσάς εδώ κάποια ελληνική κληρονομιά- τα περισσότερα που γνωρίζετε ή θεωρείτε πως γνωρίζετε, στις ρόμπες των σοφών της Ακαδημίας Συγκροτημένων Αγαλμάτων, τόσο λιγότερα ξέρετε. Αλλα αντιθέτως, αυτοί που γνωρίζουν, ή πιο σωστά, αγκαλιάζουν την άγνοια τους, είναι πιο κοντά στο να ρωτήσουν το αναπάντητο και να ζήσουν, τελικά, το ακατόρθωτο όνειρο.
Όλες αυτές οι σκέψεις, φυσικά, δεν είναι παρά μόνο στοιχεία ως προς την «άπιαστη» φύση του Θεού και τους διαλόγους του μυστηρίου, που λατρεύει να κρύβεται μέσα του, και για τη δημιουργία. Που είναι άγρια, απειλητική και ελκυστική, του Θεού και της ανθρωπότητας. Και αν όχι όλη η ανθρωπότητα, τουλάχιστον ανάμεσα στον Θεό και το Ζορμπά.
Αρχικό κείμενο:
The problem with wisdom, if I may say so, is that it represents itself as “utterance complete,” “articulation absolute.” One commits it to memory. With a steel stylus wisdom is engraved in the mind; with an iron spike nailed to the heart. Then, as wisdom intends, it is as firm as the ground you stand on.
Only what does a person do when the ground, beyond the extreme core of values, quakes and falls away? This is what I think.
Look at Socrates. If you find his face ugly—some say he was fathered by a satyr—you simply have not looked deep enough. If you adore him as perfect spiritual beauty, you are looking with only one eye open (and conveniently blind to his shrewish wife).
Open both eyes! Then you will surf the dark rolling wave of Heraclitus. And thus, with hindsight as well as foresight and peripherals in play, you might gain in antithetical vision: see yourself, existentially, in context, and always motive between the razor jaws of a great white shark and the shifting sands of an island shore.
In time’s ocean of creation—of fertile chaos and shape-making evolution—wisdom has no place to rest. You cannot sit cross-legged upon the waters. You will go under; you will drown.
Rather, out on the deep, as Captain Odysseus had to experience, story matters as well as the charm of telling. And every prayer, held in common by dolphins, mermaids and seafaring men, is a plea. And every outcry is a question.
With reference back once more to Socrates—for I am sharing with you here some legacy from the Greeks—the more you know or think you know, in the sage robes of the Academy of Poised Statues, the less you know. But rather, those who know, or more correctly, embrace their unknowing are closer to asking the unanswerable and living, intimately, the impossible dream.
All of these thoughts, of course, are but clues as to the elusive nature of God and the dialogues of mystery; which loves to hide inside itself, and creation; which is wild, threatening and beckoning; and of God and humanity. And if not all of humanity, as least between God and Zorba.