ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Ο ήλιος άπλωσε το δίχτυ του στο μικρό χωριό. Σαν απειλή να το αποκαλύψει, να το βγάλει από το καλυπτικό του σκοτάδι. Ήταν εγκαταλελειμένο από ανθρώπους. Βυθισμένο στη λήθη, ζούσε μόνο σε κάποιες εξιστορήσεις γερόντων πια, που θυμούνταν τα παιδικά τους χρόνια. Όχι με νοσταλγία, αλλά με φρίκη και αποτροπιασμό. Δεν είχαν ευχάριστες ιστορίες να πουν και απέφευγαν να τις διηγηθούν στα εγγόνια τους, μην και τους ασχημαίνουν τα όμορφα ανυποψίαστα προσωπάκια τους. Έτσι τα παραμύθια που επέλεγαν να αφηγηθούν ήταν μυθοπλασίες φτιαγμένες από τα «αρνητικά» των όσων πραγματικά είχαν ζήσει.
Ακόμη και τα παιδιά τους, γονείς κι εκείνοι με τη σειρά τους, δεν ήθελαν να μάθουν και οι λίγοι που επέμεναν, είχαν μετανιώσει και απέμεινε το βουβό τους κλάμα, ως το μόνο λυτρωτικό σημάδι στον απόηχο της αφήγησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ζούσαν τρεις γενιές, αυτοί που ήθελαν να ξεχάσουν, αυτοί που δεν ήθελαν να ξέρουν και αυτοί που δεν ήξεραν. Αυτά για τους λίγους, όσους είχαν προλάβει να δημιουργήσουν οικογένεια. Όπως και να ‘χε, τρεις γενιές διεσπαρμένες σαν θραύσματα βόμβας, ζούσαν στην άλω της έκρηξης και πάντως όχι στο επίκεντρο της. Μια μαύρη τρύπα ήταν το κέντρο των συμβάντων του χωριού, του μαύρου.
Όμως μαύρη τρύπα δεν είναι μοναχά εκείνη που δεν αφήνει τις πληροφορίες να διαρρεύσουν από τα σωθικά της, αλλά ταυτόχρονα αυτή που σε ρουφάει μέσα της, σαν κάνεις το λάθος και μπεις στην επικράτεια του βαρυτικού πεδίου της.
Έτσι δεν ήταν παράξενο που όλοι οι γέροντες, παρά την εμπεδωμένη χρόνια τώρα απέχθεια τους, είχαν ένα κομμάτι μνήμης τους ζωντανό και διεστραμμένο, προσανατολισμένο στον αδιανόητο νόστο. Ήθελαν να προγευτούν λες την κόλαση, την προσομοίωση της, λίγο πριν το τέλος, για να ναι έτοιμοι να αποτιμήσουν το …επέκεινα με όσα αποθέματα «αίσιας ματιάς» θα τους είχαν απομείνει.
Δεν μιλούσαν γι’ αυτό. Στις σπάνιες όμως συζητήσεις που είχαν μεταξύ τους, όταν διασταύρωναν τις κουβέντες τους, περιέγραφαν ένα χωριό μακρινό και σκοτεινό. Όπως το είχαν εγκαταλείψει πολλά χρόνια τώρα, ύστερα από την διαπίστωση κάποιας χθόνιας διαδικασίας, που το βύθιζε αργά στο σαθρό έδαφος. Τα σπίτια του, εκεί που ζούσαν κάποτε, τα άφησαν με ρηγματώσεις, αψευδείς μάρτυρες ενός αργού θανάτου. Ρημαγμένα από τότε τα κουβαλούσαν οι ίδιοι μέσα τους.
Δεν ήταν πολλοί και το χωριό τους ακόμη και τις μέρες της συνήθειας δεν ήταν επισκέψιμο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Μακριά από άλλα χωριά, είχε φτιαχτεί από κάποιους λες τυχοδιώκτες της ζωής, που έμεναν πιο πολύ για να κρύβονται, παρά για να φανερώνονται. Περιτριγυριζόταν άλλωστε από βουνά που το έκαναν αθέατο ως και από τον ήλιο, που δεν καταλαβαίνει από ανθρώπινες ιδιοτροπίες.
Ο Παύλος δεν είχε καλά να θυμάται από τη ζωή του. Ήταν παιδί που μεγάλωσε στον δρόμο, που δε γνώρισε τι σημαίνει χάδι και που σε όποιο χέρι τον πλησίαζε, σήκωνε το δικό για να αμυνθεί. Κακοποιημένος από πατέρα, που μόνο βιολογικά δικαιολογούσε τον τίτλο του, δεν άργησε να φύγει από το σπίτι του, ένα κακοσυντηρημένο δυάρι σε μια επίσης κακοσυντηρημένη πολυκατοικία.
Οι παρέες του όμοια είχαν ασπαστεί το πατρικό πρότυπο του και ήταν παιδιά σκληρά και ατίθασα σαν και του λόγου του. Οι μικροκλοπές, που προγευμάτιζε στη διάρκεια των πρώτων του εξορμήσεων, δεν άργησαν να ωριμάσουν γρήγορα σε βαρύτερες και πλέον αξιόποινες. Άλλωστε στον μικρό του κύκλο, η επιβίωση είχε ταυτισθεί με την παρανομία. Στην αρχή ήταν το αναμορφωτήριο, μετά η φυλακή που τον ρούφαγε. Τη ψυχή του, το σώμα του. Διαρκές σκοτάδι, μιας ζωής πεισματικά ανήλιαγης. Δεν είχε να θυμάται κανονικές ιστορίες. Ακόμη και στα όνειρα του δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. Κάποια στιγμή κουρασμένος από το κακό, φάνηκε να συμβιβάζεται και αφέθηκε στον χρόνο. Τον διόρισε εκείνον να μετρά την ποινή που εξέτιε στη φυλακή του. Ώσπου ένα πρωινό, του ανακοίνωσαν κάτι που ήξερε, χωρίς ωστόσο να το συνειδητοποιεί, ότι και η φυλακή τον βαρέθηκε και τον απόδιωχνε από το πνιγηρό στομάχι της.
Όταν βγήκε ήταν ήδη πενήντα χρονών. Δεν είχε κανέναν να τον περιμένει στην έξοδο. Οι φίλοι του δεν ήταν φίλοι. Οι συγγενείς, αν κάποτε υπήρξαν, τον είχαν ξεγράψει. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί και κατά που να πάει.
Κοίταξε τον ουρανό και χαμογέλασε απορημένα.
Ο ήλιος φώτιζε κάτι που δεν ήξερε στ’ αλήθεια τι να το κάνει. Την ελευθερία του!