ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Κάτι συνέβη
Στην όψη ωχρός, αποματωμένος.
Τον ταράχεψε ο χρόνος του,
ο αποσταγμένος την ώρα εκείνη,
από σκέψεις παλιές, χιλιοπατημένες.
Ξόδευε από υπομονή που φύλαγε,
που δεν περίμενε να υπάρχει.
(Σημάδι πως ο κόσμος δεν τελειώνει όπου νομίζουμε,
σημάδι, πως πάντα κάτι αυγατίζει στις προβλέψεις μας).
Δεν είχε να πει,
εκείνη την ώρα, όχι.
Δεν είχε χρόνο για να δει,
την εικόνα του να συμπληρώσει.
Ο λόγος που ξέφτισε το χρώμα του
θα φτιαχνόταν μοναχός, εικασία
στα μάτια των άλλων.
Αρκέστηκε στην έλλειψή του,
εκείνη που τον έκανε ωχρό.
Στα επόμενα λεπτά κάποιες ίσως να δίνονταν εξηγήσεις.
Παράξενο δεν ήταν. Άλλωστε ήταν τόπος κοινός, πως
… η ζωή δοκιμάζει συχνά τους τόνους των χρωμάτων της.