ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Καθρεπτοποιός σχέση
Γυρίζαμε και κοιτούσαμε τους καθρέπτες μας. Όψεις σε τεύχη.
Δεν είχαμε αμφιβολίες, γι’ αυτό που βλέπαμε. Το επιβλέπαμε ωστόσο με τον τρόπο μας, που και αυτός άλλαζε με τον καιρό. Άλλοτε επαινετικός και άλλοτε σχολαστικός, ενίοτε δε και επικριτικός. Δεν έμενε μέρα, που να ξεχνούσαμε να καμαρώνουμε ή αντίστοιχα να επιπλήττουμε την εικόνα μας.
Ο καθρέπτης, το είχε συνηθίσει. Πειθήνια ανταποκρινόταν. Είχε ωστόσο κι εκείνος τις απόψεις του και τις κρατούσε μυστικό επτασφράγιστο. Το μόνο που έκανε ήταν να καθρεπτίζει, ό,τι εμείς ζητούσαμε. Τα άλλα – όσα έκρυβε -, έβγαιναν με το σκοτάδι. Όταν δεν τον έβλεπε κανείς.
Με μαεστρία κτιζόταν ο καθρέπτης. Τζάμι το τζάμι. Στο σύνολο, καταστρατηγούσε την διατεταγμένη σειρά των εικόνων μας και τις προέτασσε με την λίστα που εμείς του υποδεικνύαμε. Ήταν ευσυνείδητος στις υποχρεώσεις του. Η εμπιστοσύνη που του δείχναμε ήταν το ελιξήριο τής ζωής του. Δεν είχε άλλωστε, τρόπον άλλον για να ζει. Όταν κοιταζόταν ξυπνούσε, όταν δεν είχε βλέμματα, έπεφτε σε νεκροφάνεια. Θάνατος και ανάσταση ή αλλιώς, ο θάνατος του και η ζωή του.
Κάποτε τον πλησίασε ένας τυφλός. Όσες εικόνες και αν του έδειχνε ο καθρέπτης, ο τυφλός απέστρεφε το …βλέμμα του από το δέλεαρ, σαν να του επιχωμάτωνε τον …τάφο.
–Έχω τις δικές μου εικόνες, του εξομολογήθηκε τότε ο τυφλός. Δεν ξέρεις εσύ να τις διαβάζεις.
Ο καθρέπτης απέμεινε βουβός στο άκουσμα. Γυαλιστερός …ωστόσο παγωμένος από νόημα. Περίμενε σκεπτικός. Ο τυφλός πλησίασε τότε και με το ένα χέρι του τον ψαχούλεψε. Ένα αποτύπωμα και μετά άλλο, λίπος αφημένο από ακροδάχτυλα. Παρέπεμπε σε άνθρωπο. Χωρίς βλέμμα. Ωστόσο ήταν άνθρωπος. Ένιωσε τα χνότα του που τον πλησίασαν. Θάμπωσε για μια στιγμή. Καθρέπτισε την ανάσα του.
Για μια στιγμή και …μετά ξανά καθρέπτης, καθαρός, απαστράπτων, όπου τουλάχιστον δεν είχε φιληθεί με αποτυπώματα. Ο τυφλός καθρεπτίστηκε και άθελά του χαμογέλασε. Δεν ήξερε που. Η ψυχή του αντέγραψε την εικόνα, που γεννήθηκε και πέθανε, χωρίς γέννα, χωρίς θάνατο. Ένα χαμόγελο του, αυτό μοναχά, που δεν το είδε άλλος κανείς.
(Η ιστορία αυτή γράφτηκε προς χάριν
τού ασυνειδήτου,
που ζει μυστικά μέσα από εικόνες,
που τυφλοί όντες τις προσπερνάμε).