ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουττστακάκη.
Καθρέπτης
Σπασμένος καθρέπτης.
Με είχε σε κάθε θραύσμα του.
Εικόνα,
μικρών και μεγάλων αποτυπώσεων,
εφήμερων,
όσο η φευγαλέα μου κίνηση.
Κοιταχτηκα
Στις μικρές μας συναντήσεις
Διαπίστωσα
Το μικρό μου πέρασμα
Στον κόσμο των στιγμών’
Στον στοιχειωμένο χρόνο
που έθαβε την ταυτότητα του, που επανέκαμπτε φρέσκος, επίκαιρος, ζωντανός.
Δεν πρόλαβα να μελαγχολήσω.
Πιθανόν γιατί ο καθρέφτης με ξεγελουσε και άλλαζε.
Σε κάθε κοίταγμα παρών
Χωρίς υπόνοιες ξερασμενου χρόνου.
Κοιταχτηκα ξανά.
Σε πολλαπλούς καμβάδες.
Ήμουν στα κομμάτια του.
Πολλαπλασιασμενος.
Ανήκα σε όλα.
Θα τα αποχωριζομουν όλα.
Τις σκέψεις που με έδεναν μαζί τους.
Με λήθη θα συνέχιζα.
Να ζω στη μνήμη που θα με επέλεγε.
Καιρός να μαζέψω τώρα τα ενοχλητικά κομμάτια του.
Καιρός να τα πετάξω στα σκουπίδια.
Μην και κοπώ στο αιχμηρό τους άγγιγμα.