Ανιχνεύοντας την ιστορία των οικονομικών σκανδάλων μένουμε έκθαμβοι από την εμπλοκή του κατεστημένου. Το 2011 ψηφίστηκε από την Βουλή ο Νόμος που καταργούσε τις πολλαπλές συντάξεις. Οι εκτός του κατεστημένου αναπνεύσανε βαθειά αφού, επιτέλους, διορθώθηκε μια αδικία. Φευ όμως! Τρία χρόνια αργότερα, το 2014, εν μέσω της πιο σοβαρής οικονομικής ύφεσης που έπληξε ποτέ την Κύπρο, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτός ο νόμος ήταν αντισυνταγματικός!
Τα 6 εκ. ευρώ που το κράτος επωφελήθηκε από το 2011 μέχρι το 2014 αναγκάστηκε να τα επιστρέψει στους δικαιούχους. Ως αποτέλεσμα αυτής της ακύρωσης του νόμου, υπάρχουν σήμερα 170 εν ενεργεία αξιωματούχοι που εκτός από τους παχουλούς μισθούς τους μοιράζονται συνολικά κάθε μήνα ποσό €800.000 σε συντάξεις ή περίπου €10 εκατ. το χρόνο. Δηλαδή, ο μέσος όρος της σύνταξης που αναλογεί στον κάθε ένα αξιωματούχο κυμαίνεται στα €4.500 μηνιαίως τη στιγμή που υπάρχουν χιλιάδες με σύνταξη κάτω από €600 τον μήνα. Δεν είμαι νομικός και δεν γνωρίζω βάσει ποίου άρθρου του Συντάγματος κρίθηκε η αντισυνταγματικότητα του Νόμου του 2011. Γνωρίζω, όμως, ότι η ακύρωση του νόμου του 2011 αντιβαίνει στο Φυσικό Δίκαιο, που είναι το αιώνιο και αναλλοίωτο Δίκαιο που βασίζεται στην ανθρώπινη φύση, στη λογική, το ηθικό δίκαιο και τις ηθικές αξίες. Γνωρίζω ότι αν γινότανε δημοψήφισμα το 99% των πολιτών θα διαφωνούσε με την ακύρωση του νόμου από τους έντιμους δικαστές του Ανωτάτου».
Οι πιο πάνω αριθμοί ομιλούν αφ’ εαυτών. Η νήσος των αγίων είναι ταυτόχρονα και νήσος των ανισοτήτων! Οι ανισότητες πλήττουν τις πολιτικές για τη δικαιοσύνη και ως εκ τούτου ενδιαφέρουν την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων. Το παράδειγμα που παραθέτει ο Γ. Κουμουλλής είναι γνωστό σε όλη την κοινωνία μας. Ωστόσο, η μη ανάδειξή του σε μείζον ζήτημα, δείχνει την παραίτηση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων από τη μάχη για τη συστηματική μείωση των ανισοτήτων.
Η πολιτική ηγεσία έχει την ευθύνη να θεσπίζει νόμους, να τροποποιεί και να εκσυγχρονίζει οτιδήποτε είναι ξεπερασμένο και οτιδήποτε μπορεί να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή μειώνοντας τις τεράστιες ανισότητες.
Παρά τη διαπίστωση του συγγραφέα ότι «αν γινότανε δημοψήφισμα το 99% των πολιτών θα διαφωνούσε με την ακύρωση του νόμου», κανένα κόμμα δεν πήρε πρωτοβουλίες προς την σωστή κατεύθυνση, ούτε κοινωνικές ή συνδικαλιστικές δυνάμεις ζήτησαν κάτι ανάλογο. Η ακύρωση που αποφάσισε το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν επέφερε περισσότερες προσπάθειες για να αλλάξουν οι νομοθετικές προϋποθέσεις έτσι που η αλλαγή να συνιστά ένα βήμα προς την ισονομία.
Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί στην κοινωνίας μας δεν αναπτύσσονται ισχυρά προοδευτικά ρεύματα τα οποία να είναι σε θέση να ηγηθούν μιας προσπάθειας για μεταρρυθμίσεις με κοινωνικό πρόταγμα την περισσότερη ανάπτυξη με περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Λείπουν οι φωτισμένες πρωτοπορίες που θα καλλιεργήσουν το κατάλληλο κλίμα καθώς ο συντεχνιασμός των μαζικών στρεβλώσεων έχει επιβάλει τη δική του λογική εδώ και δεκαετίες.
Η συντήρηση των ανισοτήτων κτίστηκε πάνω στην παραποίηση της έννοιας της ανάπτυξης και της κοινωνικής/εταιρικής συνεργασίας. Οι λέξεις έχασαν το νόημά τους καθώς μια άλλη στρατηγική δεν έχει προβληθεί. Οι πολίτες πλειοψηφικά θα στήριζαν μια νέα πολιτική προσπάθεια, ικανή να κινητοποιήσει τους εργαζόμενους πάνω σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο: ανάπτυξη μέσα από τη δημιουργία ολοένα και μεγαλύτερου κοινωνικού προϊόντος, ταυτόχρονα προγραμματικό σχέδιο για μείωση των ανισοτήτων, ανάδειξη της αλληλεγγύης ως συνεκτικής δύναμης μιας κοινωνίας με ισχυρή συνοχή.
Για τους πιο πάνω λόγους η είδηση που ακολουθεί έχει τη δική της, συμβολική, έστω, αξία:
«Το BBC, που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα όταν αποκαλύφθηκαν οι μισθολογικές ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών υπαλλήλων του, ανακοίνωσε ότι έξι άνδρες παρουσιαστές δέχτηκαν να υποστούν μείωση μισθού.
«Είμαστε ευγνώμονες απέναντι στους Χιου Έντουαρντς, Νίκι Κάμπελ, Τζον Χάμφρις, Τζον Σόπελ, Νικ Ρόμπινσον και Τζέρεμι Βάιν, που δέχτηκαν να μειωθεί ο μισθός τους» ανέφερε ένας εκπρόσωπος του δημόσιου βρετανικού ραδιοτηλεοπτικού δικτύου. Οι έξι δημοσιογράφοι και παρουσιαστές λάμβαναν ετήσιο μισθό από 200.000 μέχρι 750.000 λίρες (228.000-858.000 ευρώ).
«Οι λεπτομέρειες αυτών των αλλαγών θα πρέπει να συζητηθούν και εν ευθέτω χρόνω το BBC θα συζητήσει το θέμα και με άλλους (δημοσιογράφους)», πρόσθεσε. Ωστόσο ο δημοσιογράφος Άμολ Ρατζάν σχολίασε ότι ναι μεν έγινε «ένα πρώτο βήμα», όπως είπε, όμως οι ατομικές αποφάσεις «δεν επιλύουν το γενικό πρόβημα» των μισθολογικών ανισοτήτων. Στις αρχές Ιανουαρίου, η αρχισυντάκτρια του γραφείου του BBC στην Κίνα υπέβαλε την παραίτησή της σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις μισθολογικές ανισότητες στη δημόσια τηλεόραση», (από το ηλ. «Βήμα», 26 Ιανουαρίου)