ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Κατ’ ουσίαν
Σε δρόμο βρεγμένο, γιαλιστερό σαν κάτοπτρο, στάθηκα κι έβλεπα ανθρώπους να περνούν.
Έμοιαζαν στρατιώτες σε άδεια εξόδου και σκευή στον ώμο τους «σκοπόν σπανίως σοβαρόν».
Με τον δρόμο δίσκο να κόβει στη μέση την εικόνα τους – την πραγματική, τη φανταστική – διαβαίναν άτακτα, με τακτική μονάχα τη σκέψη τους, τη χαραγμένη απ’ το πρωί
«πως τάχα τες ο χρόνος τους είναι σε πλεόνασμα, και πως η χασούρα του δεν είναι δα και σπουδαία απώλεια». Ας ήταν καλά η κατοπτρική τους σκέψη.
Άλλωστε, αυτός ο δρόμος σε λίγο θα στέγνωνε, κι εγώ ο μάρτυς του, θα έπαυα να σκανδαλίζομαι εξ’ αφορμής του.
Ωστόσο, στον ίδιο δρόμο τώρα που στέκομαι, κάποιοι σκέπτομαι, ίσως ίδια να με παρατηρούσαν, και με την ίδια διάθεση γενίκευσης να με έκριναν, για το πόσο άδικα σπαταλούσα τον χρόνο μου σε … ανούσιες σκέψεις.
Αυτούς ήθελα κατ’ ουσίαν να προλάβω.