Ο Δ. Λιπέρτης μίλησε για διαφορετική χρονική και πολιτική περίοδο, ωστόσο, θέτει ένα κρίσιμης σημασίας, σχεδόν διαχρονικό, ζήτημα. Αν και ο τόπος «καρτερά», ο αέρας δεν φυσά. Δεν θωρεί δροσιάν, παρά την προσδοκία των κυπρίων για καλύτερες μέρες. Βασανιστικό ερώτημα, δύσκολη η εξήγησή του.
Το σημερινό αδιέξοδο στο κυπριακό επαναφέρει στην ατζέντα το ερώτημα Λιπέρτη «καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσει…». Οι πρόσφυγες σε μεγάλο βαθμό φεύγουν από τη ζωή, η απογοήτευση είναι στα ύψη, οι ελπίδες ολοένα και λιγοστεύουν για να αλλάξουν οι σημερινές συνθήκες. Θεωρώ ότι στην αναζήτηση μιας απάντησης μπορούμε να βρούμε πειστικά στοιχεία στην επί μακρόν επικυριαρχία του μικρού κομματικού συμφέροντος εις βάρος του γενικότερου κυπριακού. Επί δεκαετίες η μάχη αφορούμε διορισμούς, μεταθέσεις, προαγωγές. Άρα η μάχη αφορούσε την οικοδόμηση μιας πελατειακής δικτύωσης, ικανής να ενισχύσει το κάθε φορά κυβερνητικό κόμμα. Ελάχιστη ή και καθόλου φροντίδα για να εργαστούμε ώστε να οικοδομήσουμε συναινέσεις ανάμεσα στους πολιτικούς σχηματισμούς, να ενισχύσουμε τις δυνατότητες της Κύπρου στηρίζοντας την αξιοκρατία, την χρηστή διοίκηση, την εμπέδωση κανόνων διαφάνειας στη δημόσια σφαίρα.
Το κυπριακό απαιτούσε μια διαφορετική διαχείρηση. Από το 1977 καθορίστηκε το πλαίσιο της αναζήτησης λύσης με βάση τη σχετική Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου. Αυτό, εκ των πραγμάτων, θα έπρεπε να οδηγούσε σε πραγματικές συγκλίσεις ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις που αντιλαμβάνονταν τη βαρύτητα της νέας, στρατηγικού τύπου, οπισθοδρόμησης-εισβολή, κατοχή, επίλυση- και την ανάγκη για ανατροπή της με βάση τις ψηφισμένες θέσεις του ΟΗΕ.
Αυτό, κατά κανόνα δεν γινόταν, καθώς στο εσωτερικό μέτωπο η μάχη για την κυριαρχία αφορούσε τρία σημεία:
1. Την αδιαφορία για το πραγματικό διακύβευμα σε σχέση με τους κινδύνους που συνεπαγόταν η τουρκική εισβολή με την αποθέωση της κομματικής επιρροής ως της υπέρτατης μάχης όλων των μαχών. Κόπος, οργάνωση, κινητοποίηση μόνο για το επιμέρους κομματικό όφελος. Συνέργειες, συναινέσεις, συλλογικότητα γύρω από το κυπριακό, μόνο στη συνθηματολογία και στην κατανάλωση ρητορείας.
2. Την επικυριαρχία της «κρυφής ατζέντας» στη διαχείρηση του κυπριακού. Άλλα στο Εθνικό Συμβούλιο, άλλα στα καφενεία. Άλλα στις Συμφωνίες Κορυφής, άλλα στο κομματικό ακροατήριο. Η «κρυφή ατζέντα» σήμαινε ότι δεν οικοδομήθηκε στη διαδρομή των δεκαετιών μια έντιμη σχέση ανάμεσα στους πολίτες και τις πολιτικές μας εκπροσωπήσεις. Εκπαιδευτήκαμε στη διγλωσσία και στα τεχνάσματα. Λέγαμε «συμβιβασμός» και εννούσαμε «μην ακουμπάς τα δύσκολα», λέγαμε «στηρίζουμε τα ψηφίσματα του ΟΗΕ» και εννοούσαμε «να αλλάξουμε τις παραμέτρους τους υπέρ μας», λέγαμε «λύση» και εννοούσαμε «να την χρεωθεί ο επόμενος».
3. Την συνεχή επίκληση του εθνικού συμφέροντος ως το προπέτασμα καπνού για την απίστευτη λεηλασία του δημόσιου πλούτου σε πρακτικές διαφθοράς, σε πρακτικές συγκάλυψης και διαπλοκής. Κάτω από την επίκληση του εθνικού συμφέροντος κρυβόταν το πάρτι της διαφθοράς, το οποίο έβλεπε τη λύση στο κυπριακό ως μια εξέλιξη που θα έβαζε εμπόδια στην επικυριαρχία του. Ταυτόχρονα, παρακολουθούμε τη συνεπή επιφυλακτικότητα στο να προωθηθούν μέτρα υπέρ της διαφάνειας, υπέρ της θεσμικής εποπτείας και της στήριξης στις αρχές της λογοδοσίας.
Τα πιο πάνω τρία σημεία, θεωρώ ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μιας πολιτικής ελίτ με ελάχιστη εγκυρότητα στο εσωτερικό και ακόμα πιο λίγη αξιοπιστία στο διεθνές πεδίο. Αυτό καθόρισε και την εικόνα της πολιτικής διαπάλης-ελάχιστο ενδιαφέρον για πραγματικά θέματα, βάρος σε όσα προσέδιδαν κάποιο, κατά κανόνα, πρόσκαιρο κομματικό όφελος. Παραφράζοντας μια διάσημη ρήση, λέω ότι κατά κανόνα «κερδίζαμε έδαφος, χάνοντας το έδαφος κάτω από τα πόδια μας».
Έτσι οικοδομούσαμε μια κοινή γνώμη που δεν είχε την αναγκαία πληροφόρηση για τα πραγματικά δεδομένα, μια κοινή γνώμη που πίστευε ότι όλα μπορούν να λυθούν με βάση το δίκαιο, μια κοινή γνώμη που θεωρεί ότι η επιβολή των όρων μας στον αντίπαλο είναι σύμφυτη με την αγωνιστική μας παράδοση.
Η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά δύσκολη. Η λαμπρή απομόνωση συχνά εμφανίζεται ως νίκη επί της τουρκικής αδιαλλαξίας και η έλλειψη αξιοπιστίας ως νίκη κατά του ανισομερούς διεθνούς ενδιαφέροντος. Έτσι, βήμα βήμα, πείσαμε τους εαυτούς μας ότι η στασιμότητα ταυτίζεται με την πρόοδο, η περιχαράκωση με την ανυποχώρηση στάση και η πολιτική της κρυφής ατζέντας με την «εθνική υπερηφάνεια».
«Καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ’ ένας αέρας». Αυτός, όμως, δεν μάς κάνει το χατήρι, έχει άλλη άποψη, γιατί «δεν υπάρχει ούριος άνεμος για πλοίο που δεν γνωρίζει τον προορισμό του». Η κρυφή ατζέντα οδηγεί το πλοίο στα αβαθή και ο φαύλος κύκλος ωθεί την Κύπρο στα έως χθες απίστευτα σενάρια της διχοτόμησης! Με την παραίτηση από κάθε προσπάθεια, ο κίνδυνος να οδηγηθούμε στη συρρίκνωση του κυπριακού ελληνισμού στη δική του πατρίδα είναι πέρα από ορατός.
Από το φόβο του πολιτικού κόστους, στην ηρωική συρρίκνωση με τη δική μας ψήφο!