ένα ποίμηα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Κάποτε…
Πάει καιρός πολύς
Φοιτητής.
Μέρες νιότης,
με σχέδια, με όνειρα.
Ζωή να αχνίζει
από κούπες με καφέ
και συζητήσεις ξενύχτικες,
για έναν κόσμο που είχαμε λόγο.
Κάποτε.
Επέστρεψα.
Στον τόπο εκείνο. Της φοίτησης μου.
Στα χρόνια που είχα αφημένα.
Με μάτια κλειστά,
στις εικόνες μου,
σαν μελαγχολία ζεστές,
σαν απορίες γλυκές,
παιδιού που πρωτομαθαίνει.
Με τα ανοιχτά μου μάτια.
Στις εικόνες που καμπύλωσαν στις άκρες τους,
φερμένες από τα άδυτα,
τα φυλαγμένα του φριχτού μυαλού,
που αφού σε ξυραφιάζει
σε συμπονεί κατόπιν,
και παραστέκεται στις πληγές σου,
στο αίμα τους το ζωντανό
με χθεσινό θάνατο.
Κοντοστάθηκα.
Απέναντι από το πανεπιστήμιο.
Στο «καφέ» που πλέον δεν ήταν.
Στη θέση του άλλο.
Ένας ανυποψίαστος υπάλληλος
που υπέγραφε ληξιαρχικές θανάτου πράξεις
σε άγνωστους, ενοχλητικούς ευαίσθητους.
Επέστρεψα.
Σε κάτι που πλέον είχε φύγει.
Σφούγγιξα μάτια και μνήμες
Απομακρύνθηκα με βιασύνη.