Στα άνυδρα … φυτρώσαμε κάκτοι άνυδροι.
Σταγόνες συλλαμβάναμε φερμένες μακρινές.
Ήλιος βάρβαρος πελεκούσε τη σκέψη μας
Μέχρι το βράδυ τής ερήμου, τον δεσμοφύλακα
τής επόμενης βάρδιας.
Στα γυμνά μας μπράτσα κτυπούσαμε αγαπημένα ονόματα
Λαχτάρα τής καρδιάς μας. Υποφέραμε.
Με ψέματα, με υποσχέσεις τυπωμένες
ψεύτικες δροσίζαμε τα στεγνά μας στόματα.
Αντέχαμε
πληγιασμένοι … με τ’ αγκάθια μας να λοιδωρούν την έρημο.
Σε πείσμα της.
Φτιάξαμε αίμα να πίνει το νερό τής έλλειψης.
Διψασμένο για ζωή. Τον έρωτα της σε κόσμο ανοίκειο.
Κάκτος στην έρημο.
Γυρνώ πακτωμένος μέσα της.
Κοιτάζω πέρα τον ορίζοντα. Του ψάχνω την υπόσχεση.
Φτιάχνω τον ελαφρό του αέρα.
Τις πνοές του αόρατα κτυπώ στα μπράτσα και στο σώμα μου.
Αγαπημένες φιγούρες φέρνω ως μέσα μου.
Νερό και αέρας μου. Άτια στο άρμα μου.
Δικά μου.
Περιμένουν … να νικήσουν την έρημο.
Που δεν ποθεί.