Μήπως το πελατειακό κράτος βολεύει;
Ίσως, πάλι, να μην θέλουν να το καταργήσουν. Τα έργα και οι ημέρες τους δείχνουν ότι θέλουν να το διατηρήσουν και να το αναβαθμίσουν. Αυτή τη φορά, όμως, με την επίνευση των δανειστών. Ένα πελατειακό σύστημα «αριστερής» αντίληψης και αισθητικής θα είναι, καλύτερο (;) και αποτελεσματικότερο (;) απ’ ότι τα προηγούμενα. Πως αλλιώς να ερμηνευτεί το γεγονός ότι οι δανειστές δείχνουν να είναι ικανοποιημένοι με την πρόοδο της «απο-πολιτικοποίησης της διοίκησης»;
Ακόμη κι αν ο κ. Τσίπρας κάνει ότι μεταρρυθμίζει και εκείνοι κάνουν ότι τον πιστεύουν, παραμένει γεγονός ότι η μεταρρύθμιση του «μεγάλου ασθενούς» έχει παραπεμφθεί στις καλένδες.
Η φούσκα της «απο-πολιτικοποίησης» της διοίκησης
Εάν, όμως, δεν ισχύουν αυτά τα ζοφερά σενάρια και βρισκόμαστε ενώπιον μιας ακόμη μεταρρύθμισης-παρωδίας που θα αποκαλυφθεί, μετά από καιρό, τότε πρέπει να απο-δομήσουμε το κοινοτικό-συριζαϊκό αφήγημα για την πρόοδο της από-πολιτικοποίησης της διοίκησης.
Δυστυχώς, η φωνή όσων κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, αξιολογώντας τους εσφαλμένους χειρισμούς των κυβερνήσεων και των δανειστών, εισακούονται μετά από μεγάλη καθυστέρηση. Ποιος θυμάται εκείνη την «Task Force» των πρώτων μνημονίων, η οποία, επίσης «μεταρρύθμιζε», με την ευλογία των υπουργών και των κοινοτικών γραφειοκρατών; Έπρεπε να περιμένουμε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο για να μάθουμε με στοιχεία ότι τα λεφτά των Ευρωπαίων φορολογουμένων δεν έπιασαν τόπο!
Το ίδιο, ακριβώς, συμβαίνει και τώρα. Μεταρρυθμίσεις και «μεταρρυθμίσεις» εξαγγέλλονται. Άλλες τορπιλίζονται πριν καν τεθούν σε εφαρμογή όπως η «αξιολόγηση και επιλογή γενικών διευθυντών» κι άλλες προχωρούν ταχύτατα, όπως η επιλογή των επί πλέον γραμματέων (αναπληρωτών, τομεακών, διοικητικών, κλπ) των υπουργείων. Η συριζαϊκή συνταγή παραμένει απαράμιλλη: Στην αρχή, ανακοινώνεται, μετά βαΐων και κλάδων η διαδικασία επιλογής των διευθυντών – με κριτήρια, με αυστηρούς ελέγχους, με «απ’ όλα». Αφού πειστεί ο καλοπροαίρετος πολίτης (και ο ενδιαφερόμενος) ότι η διαδικασία θα είναι αξιοκρατική, τότε αρχίζουν οι τορπίλες. Ένα μόνο παράδειγμα αρκεί: Η αρχική ρύθμιση για την επιλογή των γενικών διευθυντών τροποποιήθηκε τέσσερις (4) φορές, έως ότου οι ινστρούχτορες της Κουμουνδούρου επιλέξουν εκείνους που ήθελαν. Όταν, εν τέλει, οι έκτοι – ακόμα και οι έβδομοι στην σειρά κατάταξης υπερπήδησαν τους πρωτο-δεύτερους, τότε η αριστερο-συριζαϊκή αξιοκρατία είχε πραγματωθεί.
Εάν εξαιρέσετε κάποιους ελάχιστους σφαγιασθέντες που βρήκαν το σθένος να διαμαρτυρηθούν και να επισημάνουν τις κυβερνητικές δολιχοδρομίες, μια ακόμη «μνημονιακή» υποχρέωση εξετελέσθη!
Το ίδιο υποδειγματικά εξελίσσεται και η «επιλογή» των άχρηστων τομεακών, διοικητικών, αναπληρωτών κλπ γραμματέων, οι οποίοι θα λαμβάνουν τον ανώτατο μισθό στο δημόσιο, προκειμένου να φροντίζουν την «εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής» (sic!). Έτσι ακριβώς αναφέρεται στο «περίγραμμα θέσης» τους και σ’ αυτό ουδεμία ένσταση προβάλλεται από τους ελεγκτές. Η από-πολιτικοποίηση της διοίκησης συντελείται, προφανώς, μέσα από την ultra πολιτικοποίησή της.
Η μεταρρύθμιση παραμένει αδήριτη ανάγκη
Μένουμε όσοι δεν εθελοτυφλούμε να επαναλαμβάνουμε τα λόγια του Κυριάκου Βαρβαρέσου, όταν, πριν από 66 χρόνια, χαρακτήριζε τις έως τότε απόπειρες αντιμετώπισης των ελλειμμάτων ως ευκαιριακές, και θεωρούσε προαπαιτούμενη την αναδιάρθρωση των δημόσιων υπηρεσιών. Ήταν εκείνος που στα προβλήματα της ανισοκατανομής των υπαλλήλων, του κομματισμού, των υπεράριθμων διορισμών, της εκτεταμένης γραφειοκρατίας, της ανεπάρκειας και της ανικανότητας πρότεινε την αποπομπή των υπαίτιων για κακοδιαχείριση, τις απολύσεις των υπεράριθμων, την αποκατάσταση της πειθαρχίας, καθώς και την αποτελεσματική εποπτεία και την ισονομία.
Θέτοντας ως στόχο την αποδοτική λειτουργία της κρατικής μηχανής, πίστευε ότι αυτή θα οδηγούσε και στην επίλυση των δύσκολων δημοσιονομικών προβλημάτων της ερημωμένης χώρας, στις αρχές της δεκαετίας ’50. Διατύπωσε επίσης την θέση για την αναγκαιότητα της πολιτικής συναίνεσης για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Ο Βαρβαρέσος δεν εισακούσθηκε. Οι μεταρρυθμιστικές εκθέσεις και οι μεταρρυθμιστές συνάντησαν μη ευήκοα ώτα. Οι φωτεινές εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ακόμη μια φορά, το 2018, το αίτημα της μεταρρύθμισης φαίνεται να μην ικανοποιείται. Σήμερα, πάντως, η μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι πιο γνωστή και πιο ώριμη από οποιαδήποτε προηγούμενη φορά. Μπορεί αυτό το γεγονός να συνιστά και την μοναδική αισιόδοξη νότα σε όσους μεταρρυθμιστές παραμένουν στις επάλξεις.