γράφει η Δήμητρα Καραντζένη
Είναι κοινό αξίωμα πως σε κάθε ευνομούμενο κράτος, η δικαιοσύνη πρέπει να είναι τυφλή. Ανεπηρέαστη από το κοινωνικό περιβάλλον, το πολιτικό κλίμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Δεχόμαστε ότι οφείλει να εστιάζει στην ορθή εκτίμηση και συνετή αξιολόγηση των αδικημάτων βάσει νόμων και συνταγματικών διατάξεων και να επιβάλλει τις αντίστοιχες κυρώσεις και ποινές βάσει της αρχής της αναλογικότητας, καθώς ορίζει η νομική επιστήμη.
Η ελληνική δικαιοσύνη όμως δεν είναι απλώς τυφλή. Η κατακρεουργημένη από ίδια συμφέροντα και πολιτικές σκοπιμότητες ελληνική δικαιοσύνη εμφανίζει πολύ περισσότερες αναπηρίες, τόσες που την καθιστούν απολύτως ανίκανη να υποστηρίξει το θεσμικό της ρόλο και να προστατεύσει τους πολίτες.
Μια δικαιοσύνη ρηχή και επισφαλής, επιρρεπής σε λαϊκισμούς και τεχνάσματα που αποσκοπούν σε περίτεχνες συγκαλύψεις τερατουργημάτων, από κοινού με ευφάνταστες επινοήσεις αποδιοπομπαίων τράγων που αναλαμβάνουν το βάρος συλλογικών εγκλημάτων ως μεμονωμένων, τυχαίων περιστατικών.
Ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι απαίτησαν την αποκατάσταση της αλήθειας και την ανάληψη ευθυνών για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Προβλήθηκαν ντοκιμαντέρ, έγιναν συνεντεύξεις, αφιερώματα, απεργίες, καταλήψεις, πορείες και διαμαρτυρίες, η κοινωνία μάτωσε, οι συγγενείς των θυμάτων ένα χρόνο μετά ουρλιάζουν για δικαίωση… Αλλά φευ!
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήταν αρκετό. Βλέπετε, τα “καλολαδωμένα” – όνομα και πράγμα – γρανάζια του κρατικού μηχανισμού δεν έχασαν ούτε στροφή. Ενεργοποιώντας όπως πάντα τα καλά αντανακλαστικά συγκάλυψης, δούλεψαν σκληρά και ακούραστα, μηχανορραφώντας εις βάρος των 57 ψυχών και των οικογενειών τους.
Κι ύστερα, η υπόθεση του δωδεκάχρονου κοριτσιού από τον Κολωνό, με το ανεκδιήγητο αίτημα – πρόταση της εισαγγελέως για την αθώωση του βασικού κατηγορουμένου ως προς τα βαρύτατα αδικήματα του βιασμού και της μαστροπείας. Εκφράσεις όπως “παρείχε απλώς διευκόλυνση στο κορίτσι ώστε να εκδίδεται” και “το κοριτσάκι είχε επιλέξει αυτόν τον τρόπο για να επιβιώσει, είχε επίγνωση”, παγώνουν το αίμα.
Αναρωτιέμαι αν τόσο η εισαγγελική αρχή όσο και η δικηγόρος υπεράσπισης των κατά τα άλλα ευυπόληπτων, υπεράνω πάσης υποψίας παιδοβιαστών, μέσα στα δικονομικά τερτίπια και τα ‘παραθυράκια’ του νόμου, θυμούνται ακόμα ότι μιλάμε για ένα ανήλικο παιδί. Ένα παιδί, του οποίου το σώμα και την ψυχή εκμεταλλεύτηκαν, κακοποίησαν κατά συρροή, σημάδεψαν για πάντα. Ένα παιδί που έπαψε να είναι παιδί όταν η παιδική του αθωότητα μολύνθηκε από την νοσηρότητα και τα κτηνώδη ένστικτα κάποιων υπάνθρωπων. Ένα παιδί, από τα τόσα που ανεβαίνουν τον ίδιο Γολγοθά, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τις δικαστικές αίθουσες. Ένα νεαρό κορίτσι που δε θα δικαιωθεί, δε θα προστατευθεί, ενώ οι δυνάστες του θα εξιλεωθούν στο όνομα των αμφιβολιών και των ελλιπών στοιχείων και ευρημάτων.
Η πρόσφατη ιστορία έδειξε άλλωστε πως έχουμε ήδη αρκετούς λόγους να ντρεπόμαστε για την ποιότητα της ελληνικής δικαιοσύνης. Σας παραπέμπω στα πομπώδη ονόματα που παρέλασαν από τα ελληνικά δικαστήρια και σήμερα απειλούν και επιφυλάσσονται παντός νομίμου δικαιώματός τους για όποιον τολμήσει να υπονοήσει κάτι εις βάρος τους. Κι ας έφτασαν τα αίσχη τους με πάσα ανατριχιαστική λεπτομέρεια σε κάθε σπιτικό. Κι ας συσπειρώθηκαν τα θύματα, κι ας έσπασε ο κύκλος της σιωπής, κι ας ξέσπασε το κίνημα του Me too, κι ας πιστέψαμε πως επιτέλους κάτι αλλάζει. Αλλά και πρωτύτερα, το Μάτι, η υπόθεση Καραϊβάζ, και τόσα άλλα… Και το βαρέλι δεν έχει πάτο.
Η συνειδητή στρέβλωση της πραγματικότητας είναι προκλητική αν αναλογιστούμε τη διαχείριση των θυμάτων έναντι των θυτών. Ειδικά στις περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, τα θύματα εκτέθηκαν, επικρίθηκαν, αμφισβητήθηκαν, εξουθενώθηκαν, οριακά κακοποιήθηκαν ξανά βιώνοντας από την αρχή το ίδιο μαρτύριο μέσω της αναπαραγωγής στις καταθέσεις τους αλλά και στα Μέσα. Και τελικά, αφενός δε δικαιώθηκαν αφετέρου στιγματίστηκαν κι ύστερα απλώς ξεχάστηκαν.
Η λήθη, όπως και η επιλεκτική μνήμη, είναι ίσως από τις μεγαλύτερες παθογένειες του ελληνικού λαού. Όσο απονέμεται δικαιοσύνη α λα καρτ και η ατιμωρησία είναι άγραφος νόμος, τα θύματα θα συνεχίζουν να κρύβονται, οι θύτες να εγκληματούν ανεμπόδιστα και οι πολίτες να απαξιώνουν τους θεσμούς με κάθε ευκαιρία. Πρόσφατες μελέτες αλλά και πορίσματα διεθνών θεσμών, όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατακεραυνώνουν τη λειτουργία των ελληνικών δικαστικών θεσμών που αγγίζει τριτοκοσμικά πια επίπεδα.
Το οικοδόμημα έχει καταρρεύσει, η σήψη έφτασε ως το κόκκαλο, ο Ανθρωπισμός έδωσε τη θέση του σε έναν πολιτισμικό Μεσαίωνα, σε μια κοινωνία όπου βασιλεύει η ένοχη Ομερτά και φταίνε τα ίδια τα θύματα. Στο άκουσμα κάθε τέτοιας είδησης, κοιτάζουμε πια ο ένας τον άλλον με τρόμο και αγωνία. Θα μπορούσα να είμαι εγώ, θα μπορούσες να είσαι εσύ και αλίμονο σ’ εκείνον που θα είναι ο επόμενος…
“Μεταξύ της δικαιοσύνης και της απονομής δικαιοσύνης υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που τις χωρίζει.”
Emmeline Pankhurst
Βρετανίδα σουφραζέτα (1858-1928)