Πράγματι, η “πατάτα” που εκστόμισε ο εν λόγω Υπουργός ήταν ένα τεράστιο σφάλμα, που εύλογα εξόργισε τους απογόνους των θυμάτων της ποντιακής κοινότητας. Μπορεί μεν να εξέφρασε μια αμιγώς προσωπική -“επιστημονική” κατά τον ίδιο- άποψη, την οποία καθείς δύναται να κατέχει στη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική μας δημοκρατία, εντούτοις δεν ήταν πρόσφορος ο τόπος -ένα τηλεοπτικό πλατό, αντί για ένα επιστημονικό συνέδριο- για να την εκθέσει. Πολλώ δε μάλλον όταν υπηρετεί έναν ύψιστο θεσμό της δημοκρατικής μας Πολιτείας, όπως είναι το αξίωμα του Υπουργού. Το τελευταίο διότι, στο σημερινό κόσμο της κυριαρχίας του Διαδικτύου, αλλά και της παραπληροφόρησης, μια πολιτική άποψη, παρά τις όποιες διευκρινήσεις και διαψεύσεις, δύναται να ερμηνευθεί ως επίσημη κυβερνητική θέση και να αξιοποιηθεί “καταλλήλως” από ακραία εξτρεμιστικά στοιχεία. Κάτι που διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι στο Σύνταγμα την περασμένη Πέμπτη.
Πάραυτα όμως, όσο εξοργιστική και αν ήταν η δήλωση του Υπουργού, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με τις ξεδιάντροπες αντιδράσεις κομμάτων της αντιπολίτευσης, και δη της αξιωματικής. Διότι μόνο έτσι μπορούν να χαρακτηριστούν οι κατηγορίες της ηγεσίας και μερίδας βουλευτών και πολιτευτών της Νέας Δημοκρατίας κατά συγκεκριμένων Υπουργών και της Κυβέρνησης συνολικά. Κατηγορίες τόσο για την ολιγωρία των μελών της διμοιρίας που παραβρισκόταν στο Σύνταγμα κατά τη διάρκεια του ξυλοδαρμού του κ. Κουμουτσάκου, όσο όμως και για την “ηθική αυτουργία” της επίθεσης.
Κατ’ αρχάς, είναι απαράδεκτο να κατηγορείται ο αν. Υπουργός Προστασίας του Πολίτη για την αστυνομική απρονοησία μπροστά από τον «Άγνωστο Στρατιώτη». Τόσο ο συγκεκριμένος Υπουργός, όπως και κάθε συνάδελφός του, οφείλει βάσει του Συντάγματος της Ελλάδος, να λειτουργεί επιτελικά και εποπτικά, ουχί επιχειρησιακά. Την ευθύνη επί του επιχειρησιακού σκέλους κάθε δημόσιας δράσης, φέρει ο εκάστοτε διοικητικός προϊστάμενος, όχι ο πολιτικός. Ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να σχεδιάζει και να συντονίζει την εφαρμογή των δημοσίων πολιτικών στην πράξη, ελέγχοντας την αποτελεσματικότητα της εκτέλεσής τους. Γι’ αυτό και πολύ ορθά ο αρμόδιος Υπουργός διέταξε «Ένορκη Διοικητική Εξέταση» για τα γεγονότα του Συντάγματος και την ανεμπόδιστη φασιστική δράση των Χρυσαυγιτών.
Παράλληλα, επειδή οι σημερινοί αξιωματικώς αντιπολιτευόμενοι, μέχρι προσφάτως βρίσκονταν σε κυβερνητικές θέσεις, όφειλαν να γνωρίζουν τις “υπόγειες” σχέσεις μερίδας του αστυνομικού σώματος με το φασιστικό μόρφωμα. Δεν είναι τυχαίο, πως σε όλες σχεδόν τις εκλογικές αναμετρήσεις, τα υψηλότερα ποσοστά του νεοναζιστικού κόμματος έλαβαν χώρα σε ειδικούς εκλογικούς καταλόγους των σωμάτων ασφαλείας. Γι’ αυτό και όλοι όσοι πέρασαν τα τελευταία χρόνια από το αξίωμα του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, προσπάθησαν να εντοπίσουν τις ρίζες και να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του απαράδεκτου αυτού φαινομένου.
Ωστόσο, κάθε φαντασία ξεπερνούν οι κατηγορίες περί “ηθικής αυτουργίας” που εκτοξεύει η προσωρινή ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας κατά της Κυβέρνησης και του κ. Φίλη. Αντί να προβεί σε μια γόνιμη αντιπολίτευση για τα εκπαιδευτικά προβλήματα, τις κενές θέσεις στα σχολεία, την ιδεοληπτική μη σύνδεση των πανεπιστημίων μας με την αγορά εργασίας, το έλλειμμα παιδείας που χαρακτηρίζει διαχρονικά την κοινωνία μας, η ηγεσία της κεντροδεξιάς(;) παράταξης αναλώνεται σε φωνασκίες εσωτερικής κατανάλωσης, ακόμα και περί ενδεχόμενης πρότασης μομφής κατά του Υπουργού Παιδείας. Ελέω πολιτικής ένδειας και απώλειας ιστορικής μνήμης, βάλει κατά του ΣΥΡΙΖΑ με επιχειρήματα περί δήθεν «κάλυψης των τραμπούκων και των φασιστοειδών». Από την άλλη όμως, ξεχνά τις αγαστές σχέσεις που είχαν αναπτύξει, έως τη δολοφονία στο Κερατσίνι το Σεπτέμβριο του 2013, βουλευτές, διευθυντές και τοπικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας με τέως προέδρους ΝΟΔΕ, πρώην μέλη της Πολιτικής Άνοιξης και νυν βουλευτές του ακροδεξιού μορφώματος. Πολλώ δε μάλλον τις επαφές του τέως Γενικού Γραμματέως της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με υποδίκους βουλευτές της Χρυσής Αυγής.
Επομένως, οι δηλώσεις περί “ηθικής αυτουργίας” κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν ψηφοθηρικές ανοησίες του σημερινού προσωρινού αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας ενόψει των εσωκομματικών αρχαιρεσιών της μεθεπόμενης Κυριακής. Επειδή αρνείται πεισματικά, έχοντας καταπιεί το “αμίλητο νερό” να συμμετάσχει σ’ ένα γόνιμο διάλογο για το μέλλον της παράταξης του, και πρωτίστως της χώρας, με τους έτερους συνυποψηφιούς του, επιδίδεται συστηματικά στην εκτόξευση “συσπειρωτικών” φληναφημάτων, αποδεικνύοντας την κοντόφθαλμη μνήμη του. Διότι, εάν ανέτρεχε στο παρελθόν, φερόμενος μάλιστα ο ίδιος ως βέρος «καραμανλικός», θα γνώριζε ότι κατηγορίες περί «ηθικής αυτουργίας» είχαν χρησιμοποιηθεί και κατά και του ιδρυτή του κόμματός του.
Ύστερα από τη δολοφονία το Μάιο του 1963 του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη, από παρακρατικά και φασιστικά στοιχεία της Θεσσαλονίκης, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου, έχοντας κηρύξει από το 1961 τον «ανένδοτο αγώνα» κατά του Καραμανλή, ονομάτισε ευθέως τον πρωθυπουργό και πρόεδρο της ΕΡΕ ως «ηθικόν αυτουργόν της πολιτικής δολοφονίας». Η άμεση απάντηση του Καραμανλή, όπως πάντα, αφοπλιστική : «Το πάθος, από το οποίον κατέχεται ο κ. Παπανδρέου, τον οδηγεί όχι μόνον εις πολιτικάς αλλά και εις ηθικάς απρεπείας. Δια την σημερινήν του δήλωσιν θα εντρέπεται εις όλην του την ζωήν»! Μια απάντηση μάλιστα, εν μέρει και προφητική, για τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν. Της πρόωρης, δηλαδή, πτώσης του Μακεδόνα πολιτικού από το πρωθυπουργικό αξίωμα εξαιτίας της συγκρούσεώς του με το Στέμμα, της εκ νέου επικράτησης του διχασμού στην τότε πολιτική ζωή, της επώασης του «αυγού του φιδιού» του αυταρχισμού, και της εκδηλώσεώς του, λίγα χρόνια αργότερα, με την επικράτηση του κινήματος των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου του 1967.
Γι’ αυτό και ας ελπίσουμε, πως οι κομματικές ηγεσίες ολόκληρου του πολιτικού φάσματος θα σοβαρευθούν, προλαμβάνοντας τις συνέπειες του φασιστικού τέρατος, που ήδη έχει επωασθεί, εκδηλώνοντας ανεμπόδιστα τα ολοκληρωτικά του χαρακτηριστικά.