Είναι δεδομένες οι ευθύνες που φέρουν ΟΛΟΙ για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Για την παρατεταμένη παραμονή στην οικονομική κρίση, τη δημοσιονομική ανισορροπία, το ύψος του χρέους, τη γενικότερη αβεβαιότητα. Κατ’ αρχάς, ευθύνονται όλοι οι κυβερνώντες της τελευταίας 35ετίας. Εκείνοι που ρέποντας στον λαϊκισμό και τον κρατισμό, διέλυαν την παραγωγική βάση της χώρας, κομματικοποιούσαν τη Διοίκηση, αναιρούσαν δομικές μεταρρυθμίσεις, όπως εκείνη του ασφαλιστικού, μονιμοποιούσαν συμβασιούχους εν μία νυχτί, έστελναν στη Eurostat τα περιβόητα «greek statistics», γινόμενοι ο περίγελος της Ευρώπης, δήλωναν πως «λεφτά υπάρχουν», εθελοτυφλώντας μπροστά στη λαίλαπα που ερχόταν, έσκιζαν «σελίδα – σελίδα» τα Μνημόνια, αρνούμενοι να ολοκληρώσουν την αξιολόγηση, και βυθίζονταν επί πέντε (5) μήνες στη «δημιουργική ασάφεια», αδιαφορώντας για τις προθεσμίες που τελείωναν. Από κοντά τους οι Ευρωπαίοι εταίροι, που ενώ ήξεραν το party που διεξαγόταν από τη δεκαετία του 80’ με τις επιδοτήσεις τους, στρουθοκαμήλιζαν μπροστά σε έναν ενδεχόμενο κίνδυνο, αναζητώντας αγοραστές για τα προϊόντα τους, συνεργάζονταν με διεφθαρμένους Έλληνες πολιτικούς και όταν κλήθηκαν τελικά να λάβουν έκτακτες αποφάσεις, βύθιζαν με τις προτεσταντικές τους διαθέσεις μια χώρα σε ατέρμονη λιτότητα, δίχως την αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών. Ακόμα πιο κοντά, βέβαια, διαπλεκόμενοι συμπολίτες μας, θρασύδειλοι-κρατικοδίαιτοι συνδικαλιστές που διεκδικούσαν μερίδια της εξουσίας, αντιπολιτευόμενοι εθνοπατέρες που αντιστέκονταν σε κάθε σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια, διεφθαρμένοι δημόσιοι λειτουργοί, κουτοπόνηροι φοροδιαφεύγοντες επιχειρηματίες και επαίτες πολίτες που τριγύριζαν σε πολιτικά γραφεία για τη διεκπεραίωση των ’’υποθέσεών’’ τους. ΟΛΟΙ μας φέρουμε τις ευθύνες. Και εάν είχαμε μια στοιχειώδη αίσθηση αυτοκριτικής, θα τις αποδεχόμασταν σιωπηλά μεν, αναζητώντας όμως και μία ασφαλή διέξοδο. Μία διέξοδο, ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που επέλεξε ο κ. Τσίπρας και οι συγκυβερνήτες του.
Ομολογουμένως, ο πρωθυπουργός προέβη σε μια άκρως επικίνδυνη κίνηση. Φοβούμενος το κομματικό κόστος, εξαιτίας του συνονθυλεύματος που έχει δημιουργήσει, και αποδεικνύοντας περίτρανα την πολιτική του δειλία και ανανδρία επέλεξε τη λύση του δημοψηφίσματος. Αντί να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους για την επίτευξη μιας αμοιβαίας αποδεκτής συμφωνίας, εν μία κυριολεκτικά νυχτί αποφάσισε να μεταθέσει το σύνολο των ευθυνών στο λαό, έχοντας οδηγήσει τη χώρα σε ακροσφαλή μονοπάτια. Πρώτον γιατί μας καλεί να αποφασίσουμε για ένα κωλόχαρτο -αν δει κανείς την όψη του-, που βρισκόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και ουχί μιας τελικής πρότασης συμφωνίας. Δεύτερον, διότι φέρνει στο προσκήνιο το δημοψήφισμα, λίγες μόλις μέρες πριν ολοκληρωθεί το τρέχον πρόγραμμα, έχοντας διανύσει πέντε (5) μήνες δήθεν διαπραγμάτευσης. Τρίτον, εξαιτίας της μεροληπτικής εμμονής του ιδίου και των μελών της Κυβερνήσεως και του κόμματός του στο «ΟΧΙ», προβαίνει σε δικτατορικές πρακτικές προσφιλών του χωρών της Λατινικής Αμερικής, επιδιώκοντας να εκμαιεύσει και να προδιαγράψει το αποτέλεσμα, αδιαφορώντας πλήρως για τις αρνητικές για τον τόπο συνέπειες. Τέλος δε, ελέω των ψεμάτων που εκτοξεύει περί τελεσιγράφου που του έθεσαν οι δανειστές, για την υπεράσπιση της παντελώς ανεύθυνης επιλογής του. Τη στιγμή μάλιστα, που ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον οποίο από το βήμα της Βουλής το περασμένο Σάββατο εξυμνούσε για τη συμπαράστασή του προς τον ίδιο κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων, δεν έχει πάψει να διαψεύδει τα κατά φαντασίαν τελεσίγραφα, καλώντας απεγνωσμένα και σχεδόν παρακλητικά τον κ. Τσίπρα να επιστρέψει στις συζητήσεις για την ανεύρεση μιας κοινής και βιώσιμης λύσης.
Ωστόσο, το χείριστο εξ’ όλων των προεκτεθέντων πεπραγμένων του σημερινού αρχηγού της Κυβέρνησης, είναι η διχόνοια που έχει σπείρει στον ελληνικό λαό. Ένα διχαστικό κλίμα, που έχει επιμελημένα καλλιεργηθεί εδώ και μήνες, μέσω του δημοσίου διαλόγου, από τη Βουλή και τους τηλεοπτικούς δέκτες, μέχρι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το Διαδίκτυο. Στα τελευταία, καθημερινά πουλημένοι κονδυλοφόροι δεν έχουν πάψει να βρίζουν και να χυδαιολογούν εις βάρος όσων εκφράζουν αντίθετες από τις κυβερνητικές απόψεις. Μια ανίερη συμμαχία δραχμιστών, ψεκασμένων εθνολαϊκιστών, ακόμα και νεοναζιστών δεν έχει πάψει να διακρίνει τους πολίτες σε Έλληνες ’’πατριώτες’’ και ευρωπαϊστές ’’εθνοπροδότες’’. Απώτερος σκοπός τους, τόσο των ίδιων, όσο και των πολιτικών τους εκπροσώπων, η απόκρυψη του υψίστου διακυβεύματος των ημερών, της παραμονής της χώρας στη ζώνη του ευρώ, και αν μη τι άλλο στο στενό πυρήνα της Ευρώπης. Γι’ αυτό και προτάσσουν αμφιβόλου συνταγματικότητας ψευδεπίγραφα, περιτυλίγοντάς τα με φανφάρες δήθεν ’’αξιοπρέπειας’’, ’’αλληλεγγύης των λαών’’ και ’’ελπίδας’’. Δίχως μάλιστα να απαντούν, στο πως θα ξημερώσει η επόμενη μέρα στην περίπτωση οριστικής ρήξης με τους συμμάχους μας, με τη χώρα έρμαιο των πραγματικών «αρπαχτικών» των αγορών και όλων όσων έχουν εξαγάγει τις καταθέσεις τους σε φορολογικούς παραδείσους -μεταξύ των οποίων βρίσκονται και σημερινά κυβερνητικά στελέχη-, και με την ιστορία να επαναλαμβάνεται, παραμονεύοντας οι ’’γείτονές’’ μας για μία ενδεχόμενη ευρωπαϊκή απομόνωση της Ελλάδος.
Για τον εκτροχιασμό της κατάστασης των τελευταίων μηνών, και δη αυτών των ημερών, αποκλειστικά υπεύθυνος είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Εντούτοις, ο χρόνος δεν έχει τελείως χαθεί. Απομένουν λίγες ώρες, προκειμένου να λογικευθεί. Να φέρει μια συμφωνία, αντίστοιχη μ’ αυτή που πρότεινε την περασμένη εβδομάδα, και στην πορεία, επιτυγχάνοντας τους βασικούς της στόχους, να τη διορθώσει. Σύσσωμη θα είναι σ’ αυτήν του την προσπάθεια η κοινωνία, εξαιρουμένων όσων επιμένουν να βυθίζονται στις ιδεοληψίες του. Οι ευθύνες όμως δεν βαραίνουν μόνο τον ίδιο. Βαραίνουν και στενούς του συνεργάτες, μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και της κοινοβουλευτικής του ομάδας, που παρόλο που γνωρίζουν το τι διακυβεύεται και σε πόσο στραβό μονοπάτι βαδίζουμε, ένοχα σιωπούν. Ελάχιστοι έχουν βρει το θάρρος να μιλήσουν, δυστυχώς προς το παρόν σε ώτα μη ακουόντων.
Εάν όμως οδηγηθούμε τελικά στο δημοψήφισμα, οι ευθύνες επιμερίζονται σε όλους μας. Θέλουμε λοιπόν να παραμείνουμε στο ευρώ, ή μήπως να επιστρέψουμε σε πληθωριστικές νομισματικές μονάδες που θα χάνουν συνεχώς την αξία τους; Θέλουμε να αγωνιστούμε μέσα στην Ευρώπη για μια καλύτερη Ευρώπη, ή μήπως να καταστούμε απομονωμένοι και διεθνώς αποκλεισμένοι; Θέλουμε εμείς οι νέοι να διεκδικούμε ίσες ευκαιρίες στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, ή μήπως να ζούμε μεμψιμοιρώντας μέσα σε μια θνησιγενή Πολιτεία; Θέλουμε μια ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά, όπου οι άξιοι, οι ικανοί και οι εργατικοί θα έχουν κάθε δυνατότητα να πετύχουν, ή μήπως μια οικονομία των ’’κουπονιών’’; Θέλουμε τέλος να ζούμε σε μια ασφαλή και οργανωμένη κοινωνία, ή μήπως σε μια αφρικανική ή ασιατική μπανανία;
Εάν επιθυμούμε όλα τα ανωτέρω, οφείλουμε ν’ αποδεχθούμε κάθε πρόκληση και ν’ αγωνιστούμε γι’ αυτά. Σε κρίσιμες περιστάσεις, άλλωστε, απαιτούνται έκτακτες αποφάσεις. Και αφού μας έλαχε ο κλήρος, ελέω πρωθυπουργικής δειλίας, όλα βρίσκονται στο χέρι μας. Από τη μια να απορρίψουμε το «ΟΧΙ» των υποκριτών, των τζογαδόρων, των εξασφαλισμένων δραχμολάγνων, ακόμη και των παραιτηθέντων της ζωής. Το «ΟΧΙ» της συνέχισης της αβεβαιότητας, της απομόνωσης, της ανασφάλειας, της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και από την άλλη, με σύνεση, με σωφροσύνη, με υπευθυνότητα, να επιλέξουμε το «ΝΑΙ». Το «ΝΑΙ» της ελευθερίας, της δημιουργίας, της σταθερότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ευρωπαϊκής προοπτικής. Το «ΝΑΙ» επίσης, της μεταρρύθμισης, της ελεύθερης οικονομίας, όχι των βολεμένων, αλλά των αγωνιστών της ζωής.
Το «ΝΑΙ» λοιπόν αποτελεί στην παρούσα φάση το ιστορικό μας καθήκον.