Ισορροπιστής βάδιζε και πηδούσε πάνω στο τεντωμένο σχοινί.
Σε κάθε του προσγείωση, η επόμενη απογείωση, η επόμενη σχοινική ταλάντωση, που δοκίμαζε τα άκρα της.
Υπέφερε πολλά το σχοινί, απανωτά τα τραντάγματα, όσες και οι κραυγές των θεατών.
Φαίνεται όμως πως ίδια με τού ισορροπιστή του έξαψη κοινωνούσε το σχοινί, ίδια απολάμβανε την προσήλωση τού πλήθους στα σχοινένια του παιγνιδίσματα.
Ίδια ακόμα με κείνον πίστευε, πως άξιζε τον κόπο και το δικό του ρίσκο.
Επιθυμούσε βλέπεις να λυθεί απ’ το πνιγηρό δέσιμο τού χρηστικού.
Έτσι άντεχε με καρτερία ηδονής, έτσι δοκιμαζόταν αγόγγυστα στον αβέβαιο εναγκαλισμό του με τις ανθρώπινες πατούσες.
Νομίζω ωστόσο ότι δεν είχε ιδέα, την παραμικρή, πως το χειροκρότημα το έκλεβε όλο ο ισορροπιστής του.
Καμμία κουβέντα δε του ξέφευγε κι εκείνου για τούτη την πρόδηλη ανισορροπία.
Άλλωστε από κει κι ο τίτλος του.