Είπε ότι δεν πίστευε, ότι μετά από δω
… το τέλος.
Πορευόταν με την αξιοπρέπεια
του ευγενούς μαχητή,
που τιμούσε τη ζωή με τιμές αιωνιότητας,
που ανταπέδιδε στα δώρα της
… προσθέτοντας.
Ο παράδεισος του,
αυτό το σπίτι το εφήμερο…
που πρόσεχε μην το χαλάσει
κι ας παραπονιόμασταν οι υπόλοιποι
για τις πληγές του.
Ένας άγγελος
γέννημα ανάθρεμα ενός δικού του ουρανού
κάθισε στη γλώσσα μου.
Τα λόγια μου – κι ας μην τα ξεστόμισα όλα –
δάνεια της Θεολογίας,
που η στάση του μού επέβαλε.