Άν κάτι υποπτεύομαι με σιγουριά είναι η θνητότητα τών πάντων.
Η ζωϊκή θνητότητα ανοίγει θύρες ανοιχτές.
Η θνητότητα τών ιδεών μάς κρύβεται.
Η αλήθεια τους, που όσο μεγαλώνει τόσο πιο δύσκολα χωρά στο βλέμμα μας.
Σαν ένα μάτι κολλημένο σε τοίχο βλέπουμε, όσα η φυσιολογία του επιτρέπει.
Όμως ο τοίχος τελειώνει, κάπου μακριά του, πολύ μακριά του ίσως, τελειώνει.
Ο θάνατος είναι το όριο του τοίχου μας.
Πάνω του, πίσω του η αλήθεια ξεψυχάει.
Για μιαν άλλη αλήθεια.
–Μα η αλήθεια, είναι σαν να λές έχει ψυχή.
–Εγώ είπα ξαναγεννιέται στα χείλη μας, με τις μνήμες μας, τη ρευστή μας ύπαρξη.
Αθανασία ενώ είμαστε θνητοί.
–Κι εσύ;
–Θνητός κι εγώ, πεταμένο κουφάρι μπροστά στον τοίχο. Πίσω του προετοιμάζομαι. Έχω καιρό ξεκινήσει. Μετά… εδώ, μαζί σας, να συνυπάρξουμε με άλλο ποίημα.
Αν κάτι υποπτευόμουν είναι η θνητότητα τών πάντων.
Συνεπώς και τής υποψίας ετούτης.
Σιγά σιγά σιγουρεύομαι με υποψίες –ίσως που υπάρχουν τοίχοι να παρατηρώ-
για την αθανασία τους.