γράφει ο Κωνσταντίνος Μαργαρίτης.
Η ΕΕ κινείται σταθερά για την ενεργειακή ανεξαρτησία της. Τα κράτη-μέλη καλούνται να ανταπεξέλθουν με αποτελεσματικότητα στα νεα δεδομένα.
Τα αποτελέσματα της ανάπτυξης των υπεράκτιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη είναι αμφίσημα, προειδοποιεί το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) σε έκθεση που δημοσιεύθηκε. Με τη δράση και τη χρηματοδότησή της, η ΕΕ έχει συμβάλει στην ανάπτυξη της λεγόμενης «γαλάζιας ενέργειας», στο πλαίσιο της επιδίωξης των στόχων της για το κλίμα και την ενέργεια. Ωστόσο, σύμφωνα με το ΕΕΣ, τα αποτελέσματα μάλλον υπολείπονται των φιλοδοξιών της, ενώ πολύ περισσότερα είναι αυτά που πρέπει να γίνουν ώστε η ενέργεια από υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές να καταστεί βιώσιμη από κοινωνικο-οικονομική και περιβαλλοντική άποψη.
Η γαλάζια ενέργεια αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη των πράσινων στόχων της Ένωσης. Το 2020, η Επιτροπή ενέκρινε τη στρατηγική της για τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης των υπεράκτιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΥΑΠΕ) και την αξιοποίηση του δυναμικού τους. Από το 2007, για τις τεχνολογίες ΥΑΠΕ έχουν διατεθεί 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει χορηγήσει δάνεια και έχει προβεί σε επενδύσεις μετοχικού κεφαλαίου συνολικής αξίας 14,4 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η μεγάλη ανάπτυξη των ΥΑΠΕ συνοδεύεται από ένα ιδιαίτερο «πράσινο δίλημμα»: αν και κομβικής σημασίας για την πράσινη μετάβαση της ΕΕ, η ανάπτυξή τους μπορεί να βλάψει το θαλάσσιο περιβάλλον. Μολονότι η στρατηγική της ΕΕ επιδιώκει να συμβιβάσει την ανάπτυξη των ΥΑΠΕ με την προστασία της βιοποικιλότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει αναλύσει τις πιθανές επιπτώσεις της στο περιβάλλον. Αυτές, ενδεικτικά, μπορεί να είναι ο εκτοπισμός ειδών, μεταβολές στη δομή των πληθυσμών και αλλαγές στη διαθεσιμότητα τροφίμων ή στα μεταναστευτικά μοτίβα. Συνολικά, το ΕΕΣ εκφράζει φόβους ότι η επέκταση των ΥΑΠΕ στην Ευρώπη θα μπορούσε να αποβεί σε βάρος του θαλάσσιου περιβάλλοντος, τόσο κάτω όσο και πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
«Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανέδειξε τη σημασία της ενεργειακής ανεξαρτησίας της ΕΕ. Οι θάλασσές μας μπορούν να αποτελέσουν μέρος της λύσης», δήλωσε ο κ. Νικόλαος Μηλιώνης, μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για τον έλεγχο. «Ωστόσο, η γαλάζια επανάσταση της ΕΕ δεν είναι σκοπός που αγιάζει τα μέσα: δεν πρέπει να επιτρέψουμε η ανάπτυξη των υπεράκτιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να προκαλέσει σημαντική κοινωνική ή περιβαλλοντική ζημιά.»
Οι υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σπανίως συνυπάρχουν με άλλους τομείς δραστηριότητας. Ειδικότερα, οι συγκρούσεις με τον αλιευτικό κλάδο παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεπίλυτες και η εναντίωση στις ΥΑΠΕ συχνά αναζωπυρώνεται κατά την αξιολόγηση επιμέρους έργων. Ακόμη, οι χώρες της ΕΕ που μοιράζονται τα ίδια ύδατα μόνο κατ’ εξαίρεση σχεδιάζουν κοινά έργα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια ευκαιριών για αποδοτικότερη χρήση του πεπερασμένου θαλάσσιου χώρου. Επιπλέον, οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της ανάπτυξης των ΥΑΠΕ δεν έχουν μελετηθεί ενδελεχώς.
Η έκθεση του ΕΕΣ αναφέρει επίσης ότι ο κίνδυνος διαταραχής του εφοδιασμού με κρίσιμες πρώτες ύλες μπορεί να επιβραδύνει την ανάπτυξη υπεράκτιων έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη. Σήμερα, αυτές οι πρώτες ύλες προέρχονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την Κίνα, η οποία διαδραματίζει επίσης καίριο ρόλο στην κατασκευή των μόνιμων μαγνητών για τις ανεμογεννήτριες. Καθώς αυτή η εξάρτηση της ΕΕ μπορεί να δημιουργήσει φαινόμενα συμφόρησης, στην έκθεση εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού, δεδομένων των τρεχουσών γεωπολιτικών εντάσεων. Άλλο εμπόδιο είναι οι χρονοβόρες εθνικές διαδικασίες αδειοδότησης.Για παράδειγμα, στη Γαλλία μπορεί να απαιτηθούν έως και 11 χρόνια για τη χορήγηση άδειας για εγκατάσταση παραγωγής αιολικής ενέργειας, διάστημα που συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων στην Ευρώπη.
Ωστόσο, η ΕΕ όρισε φιλόδοξες τιμές-στόχο στον τομέα αυτό: επιδίωξή της είναι να αυξήσει την εγκατεστημένη ισχύ από μόλις 16 GW σε 61 GW έως το 2030 και σε 340 GW έως το 2050. Για να τις επιτύχει, τα κράτη-μέλη της θα χρειαστεί να αναπτύξουν με ταχύ ρυθμό και σε μεγάλη κλίμακα εγκαταστάσεις ΥΑΠΕ. Για τον σκοπό αυτό, θα απαιτηθούν μεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις και περί τα 800 δισεκατομμύρια ευρώ, που θα προέλθουν κυρίως από ιδιωτικές επενδύσεις. Σύμφωνα με το ΕΕΣ, η επίτευξη αυτών των τιμών μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση.
Ενέργεια από υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές μπορεί να παραχθεί με τεχνολογίες που εκμεταλλεύονται την αιολική (μονάδες σταθερής έδρασης και πλωτές μονάδες), την ωκεάνια (παλιρροϊκή και κυματική) και την ηλιακή (πλωτή ηλιακή τεχνολογία) ενέργεια. Μέχρι σήμερα, το σύνολο σχεδόν της ενέργειας από ΥΑΠΕ στην ΕΕ παράγεται με την αξιοποίηση της τεχνολογίας αιολικής ενέργειας. Η χώρα της ΕΕ με τη μεγαλύτερη υπεράκτια δυναμικότητα είναι η Γερμανία (8,1 GW στο τέλος του 2022, κυρίως στη Βόρεια Θάλασσα), ακολουθούμενη από τις Κάτω Χώρες (3,2 GW), τη Δανία και το Βέλγιο (αμφότερες με περίπου 2,3 GW).
Η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε τέτοιες πρακτικές και θα απαιτηθούν πολλά χρόνια για να προσαρμόσουμε τη νομοθεσία και τη φιλοσοφία μας.