Θα αποκοιμιόταν στην παρηγόρια τους,
στη γλυκόλαλη κουπαστή τους, ως τη μόνη διαφυγή.
Θα σφράγιζε τις «καλές» του λέξεις,
εσώκλειστες θα τις κλείδωνε,
προτού δραπετεύσουν στον κρύο κόσμο,
προτού απονευρωθούν σε αστόχαστα στόματα.
Δικές του, προτού να γίνουν άλλες.
Τις υπόλοιπες θα τις ξεμπρόστιαζαν τα βλέφαρα του
Βαρειές κουρτίνες στις στυφές τους σκέψεις,
που μούδιαζαν γλώσσα και νου.
Θα ξάπλωνε, γυρτός στο πλάι.
Κουβάρι θα σκέβρωνε το σώμα του,
κοιλιά, ράχη και πόδια, ένα
Μη δραπετεύσουν από κει.
Μετά θα ήταν έτοιμος.
Στην ώρα των ονείρων.
Στον καμβά των γλυκόλαλων,
των φυλαγμένων, όσων η μέρα τού στέρησε.
Ασπρόμαυρα όνειρα γι’ αρχή.
Χωρίς φτιασίδια χρώματα.
Έλπιζε βλέπεις, στον νου τον νυχτερινό
Περίμενε πως θα τον λυπόταν και
τη φτωχή σοδειά τής μέρας του
θα παρηγορούσε στα χρώματα του.