ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Στον δρόμο. Ώρα βραδυνή, έξι και κάτι, μετά το ξαναμέτρημα του ρολογιού, στον δεύτερο κύκλο του στη μέρα. Ο Σύλλας ξεκινούσε την αγαπημένη του διαδρομή, στα σπλάχνα της συνοικίας του, που εν αντιθέσει με τα σωματικά ευωδίαζαν τις μυρωδιές των κήπων τους. Ένιωθε αρκετά τυχερός, που βγαίνοντας την πόρτα του, συναντούσε την ομορφιά παντού, στις διάφορες εκδοχές της, στις εικόνες της και στα ευωδιάσματά της. Έτσι ποτέ δεν έπληττε και ποτέ δεν ένιωθε υποχρεωμένος να απομακρυνθεί σε αποστάσεις, που τα πόδια του θα δυσκολεύονταν να εξυπηρετήσουν.
Δεν ήταν σπάνιες οι έξοδοι του στις όμορφες διαδρομές της γειτονιάς του, και ακόμα παραπέρα, διαδρομές που πάντα ήταν προσανατολισμένες προς τη θάλασσα, που εξίσου αγαπούσε και που την άφηνε τελευταία, σαν το ζαχαρωτό στολίδι κάποιας γενέθλιας τούρτας.
Ο καιρός εκείνη την μέρα, παρά τον προχωρημένο Νοέμβριο, ήταν ασυνήθιστα ζεστός. Έτσι είχε αρκεστεί σε ένα κοντομάνικο μακό μπλουζάκι, ως να ήταν ακόμα καλοκαίρι και ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, που είχαν μάθει τον δρόμο και τον πήγαιναν σαν μαθημένο υποζύγιο. Στα χέρια του βαστούσε πάντα ένα τετράδιο σπιράλ με ένα στυλό πιασμένο στα συρμάτινα πλευρά του. Τα είχε συντροφιά, στυλό και τετράδιο, για τις στιγμές εκείνες, που ένιωθε την ανάγκη να καταγράψει κάποιες από τις σκέψεις του. Τα έβαζε μπρος του τότε και τα επέβλεπε, το ένα να δίνει το μελάνι του και το άλλο την παρθενιά των σελίδων του.
Σπάνια άλλαζε διαδρομή. Άλλωστε η ομορφιά που τον κατέκλυζε κάθε φορά, τον κρατούσε αιχμάλωτο και τον οδηγούσε, μόνη αυτή, στα θελκτικά της μονοπάτια.
Έξι και κάτι και ο δρόμος άνοιγε στα μάτια του με εικόνες, που στον νου του έδειχναν πρωτόφαντες, αν και τακτικά επαναλαμβάνονταν. Όταν μάλιστα εγκατέλειπε τα πρώτα, κοντινά στο σπίτι του στενά, τα φορτισμένα με την πληροφορία – «εξ’αφορμής ωνίων» – της καθημερινής τους περιδιάβασης, άρχισε να βλέπει και να οσμίζεται, ως ταξιδιώτης. Ήταν και το βράδυ, -λόγω εποχής ξεκινούσε νωρίς- που έδινε μια επιπλέον γλυκύτητα στη βόλτα του. Ειδικά μάλιστα, μετά τη προσπέλαση της λεωφόρου Θεομήτορος, ένιωθε να βυθίζεται για τα καλά στις ταξιδεύτρες σκέψεις του. Ιστορίες που πάντα έβρισκαν χώρο φιλόξενο στο κεφάλι του, άλλες ρεαλιστικές και άλλες φτιαχτές. Ιστορίες που τις ωρίμαζε με εικόνες και αρώματα, ως την ώρα που έφθανε στη θάλασσα και τότε εκεί στο ξαπόσταμα του, έπεφταν σαν ώριμα φρούτα στο τετράδιο του.
Βάδιζε πάντα σύριζα, με το ρέμα της Πικροδάφνης στα δεξιά του, ασφαλή συνοδοιπόρο στην καλή του βόλτα. Όταν δε άφηνε το βλέμμα του να περιπλανηθεί, αντίκριζε τα άγρια βλαστήματα της όχθης του, που κάποια απ’ αυτά προεξείχαν και του χάιδευαν ως και το πρόσωπο. Διόλου παράξενο αφού ο διάδρομος πορείας του ήταν άλλωστε αρκετά στενός -δύο ανθρώπων χώρος- λόγω ενός προστατευτικού κιγκλιδώματος που υπήρχε αριστερά. Είχε όμως και κάτι επιπλέον αυτός ο δρομίσκος, που διέκοπτε την απρόσκοπτη οπτική του συνέχεια, κάπου εκεί προς το μέσον του. Ένα μικρό, λευκό εικονοστάσι. Με λίγα πλαστικά λουλούδια στη βάση του και ένα παιδικό παιχνιδάκι πιασμένο στη φυλλωσιά ενός λιγνού δεντρού, που το παράστεκε στην …πλάτη του. Ποτέ δεν είχε σταματήσει να το περιεργαστεί, παρά μόνο φευγαλέα το κοιτούσε, σαν να προσπαθούσε να παρακάμψει δυσάρεστες σκέψεις. Τη μέρα εκείνη, όπως το συνήθιζε άλλωστε, το προσπέρασε χωρίς καθόλου να κοντοσταθεί. Αν και είχε προλάβει να κάνει μια σκέψη παρενθετική, που φάνηκε σαν να γκριζάριζε τον … ουρανό του. Δεν ήταν όμως αυτή που τον σταμάτησε, αλλά ένας ήχος αντικειμένου, που ακούστηκε να πέφτει στις πλάκες του δρόμου. Ασυναίσθητα σταμάτησε και κοίταξε πίσω του. Πράγματι, ακριβώς μπροστά από το εικονοστάσι, είχε πέσει το στυλό του, γλιστρώντας από τη συρμάτινη δέστρα τού τετραδίου του. Ακριβώς μπροστά, αφού είχε … αντέξει όλη αυτήν την ώρα της διαδρομής. Γύρισε τα τρία βήματα του πίσω να το μαζέψει. Ένιωθε ένα μικρό σφίξιμο, αλλά πάλι δεν κοίταξε το εικονοστάσι. Στα επόμενα βήματα του η σκέψη του ανατρίχιασε, μαζί και το δέρμα του. Μια ακαθόριστη οσμή από λιβάνι πολιόρκησε τη μύτη του, εκεί που από πουθενά δεν προέκυπτε κάτι τέτοιο. Άλλωστε τα σπίτια στην απέναντι πλευρά του δρόμου, απείχαν απόσταση αποτρεπτική για την μεταφορά της χαρακτηριστικής μυρωδιάς.
Ο Σύλλας για κάποια δευτερόλεπτα καθηλώθηκε ταραγμένος.
Προσπαθούσε να διαγνώσει, αν η μυρωδιά έβγαινε από τα έγκατα της φαντασίας του –κατασκευασμένη μυρωδιά- ή αν ήταν πραγματική. Δε γύρισε να εξακριβώσει, αν υπήρχε λιβάνι στο εικονοστάσι, παρ’ όλα αυτά ήταν σχεδόν βέβαιος για το αντίθετο.Θα το είχε μυρίσει νωρίτερα άλλωστε, εκεί που μάζευε το στυλό του.
Η αναστάτωση του μεγάλωσε, όταν σταθμίζοντας τις πιθανές εκδοχές, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η μυρωδιά δεν προϋπήρχε και το σπουδαιότερο δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Εν τούτοις δε θέλησε να δώσει συνέχεια στην αδιανόητη σκέψη του και αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του.
Χωρίς να ξέρει τον λόγο, του ήρθε ωστόσο στον νου η εικόνα μιας πυρακτωμένης σιδερένιας ράβδου. Σκέφτηκε ότι αν τη δεις να φλογώνει στην μία άκρη της είναι σαν να έχεις δει και την άλλη και ας μην την είχες κοιτάξει. Ίδια θα έκαιγαν τα σωθικά της.
«Το μέλλον λοιπόν προσδιορίζεται από το παρόν; Αναλογίστηκε. Δεν είναι λοιπόν τόσο άδηλο, όσο φανταζόμαστε;».
Εκεί άρχισε να τρομάζει στην ιδέα ότι κάποιες σκέψεις θα μπορούσαν να ταξιδέψουν από το μέλλον προς το ήσυχο βράδυ του. Τις φοβόταν αυτές τις σκέψεις και τα δηλωτικά τους τα απωθούσε μακριά. Καλύτερα να μην ήξερε. Άλλωστε η ζωή μας όλη σε μια λήθη εύπλαστη δε βασίζεται; Ποιος ο λόγος να την αμφισβητούσε, ποιος να ακύρωνε την ανακουφιστική στην άγνοια του τυχαιότητα;
Η ανατριχίλα έφθασε μέχρι τα αθλητικά του παπούτσια.
Εκείνα, σα να διαισθάνθηκαν την ανησυχία του αφεντικού τους, άρχισαν να επιταχύνουν προς τη θάλασσα. Στην πραγματικότητα της θάλασσάς του.