ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Η θάλασσά μου
Μια θάλασσα από κύματα αφανέρωτα…
Στριμωγμένα στο βλέμμα σου,
στον άπατο βυθό του.
Θάλασσα με κύματα σωθικά,
από λιωμένα σίδερα,
μια απάτη,
που ξέρει με τη σαγήνη της να διαγράφει
«πόνο», «ματαίωση», «αγωνία»·
έως την ώρα της απόρριψης σου, όταν θα νίψει
τας χείρας της με το αλμυρισμένο της νερό.
Εξουθενωμένη η σκέψη μου, στη θάλασσα σου,
«κατάχτυπο» των αόρατων κυματισμών της,
κάθε που νιώθω να με ξεγελά στο βλέμμα σου,
κάθε που αισθάνομαι τις τρικυμίες της, ύπουλες,
με τρόπο θάλασσας που βάλθηκε να
σε τσακίσει ναυαγό στα βράχια της ακτής της,
πλανεύοντας σε με υποσχέσεις αμμουδέρας.
Δεν είσαι βλέμμα,
θάλασσα είσαι μυστική,
που καταλαγιάζει μόνο όσο παρασέρνει,
που λυσομανά μετά, στην αποκοτιά σου
να αντιπαρατεθείς στο κύμα της,
το λόγο που τόλμησες να του ζητήσεις.
Να πεις.
Κάτι που αισθανόσουν.
Ένα παράπονο.