ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Η ταυτότητα
Ο κύριος στο διπλανό τραπέζι
ρύθμιζε λέξεις, προτάσεις, κινήσεις, μορφασμούς
με σειρά συγκεκριμένη.
Κατόπιν σιωπούσε.
Χώνευε αργά την εκπεφρασμένη τους σύνθεση
ως να επρόκειτο για απαιτητική μετάφραση.
Απορροφούσε στη συνέχεια το μέρισμά τους
με συναίσθημα και λογική.
Αποτύπωνε,
έως την ώρα του πρώτου θανάτου της μελάνης του,
έως την ανάσταση της στην νέα ετοιμότητα.
Επαναλάμβανε τότε
λέξεις, προτάσεις, κινήσεις, μορφασμούς
και απορροφούσε εκ νέου
πάλι με τα ίδια σταθμά,
πλην όμως με καινούρια προτεραιότητα,
πιθανότατα και αναλογία.
Σημείωνε ξανά.
Το στιλό με την καινούρια μελάνη του, έως τη σιωπή.
Έως … τις νέες αναπνοές, τη νέα κυκλοφορία στις αρτηρίες της καρδιάς του,
τον νέο χρόνο στο παλιό ρολόι.
Τα εμμονικά παλιά έτοιμα θα ξανατρύπωναν στον καινούριο χρόνο.
Σαν άλλα.
Ήταν άλλα … ή τουλάχιστον καινοφανή στα χρυσόψαρα μάτια.
Ο κύριος στο διπλανό τραπέζι άλλαζε συνεχώς.
Όμως επέμενε στη διαδικασία της σύνθεσης με τον τρόπο της διαδοχής,
της αποδεικτικής μιας εξελικτικής συνέχειας.
Η ταυτότητα που κουβαλούσε υπόσαρκα
κινούσε πάλι να αποκαλύπτεται.
Ο κύριος στο διπλανό τραπέζι μου συστήθηκε.
Χωρίς όνομα.
Θα τον αναγνώριζα πλέον από τη διαδοχή των «λόγων» του,
εκπεφρασμένων με λέξεις και κινήσεις,
από τον μορφασμό τους,
καθώς αυτές θα σήμαιναν.