Δεν με χώρεσε.
Ο τόπος της μού έπεσε μικρός.
Στριμώχτηκα… χρόνια τώρα,
που όλα τα στρίμωχνα μέσα μου.
Καμία ελπίδα γενναία
δε γέννησε η μακρά αναμονή.
Η πολλή σκοτούρα,
ως τη γέννησε η συνήθεια
μού στέρησε την ανάσα που έψαχνα.
Ώσπου μια μέρα,
που η συνήθεια κοιμήθηκε,
που ξύπνησα πρώτος στο κρεβάτι της
και την πρόλαβα άφτιαχτη,
έκανα το μεγάλο βήμα.
Έφυγα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
Διά παντός.
Στο μικρό μου σημειωματάριο
-γέμισα πολλά τέτοια-
διάβαζα
«ζητείται καινούργια συνήθεια,
ευρύχωρη, ευάερη, ευήλια».
Μεσίτες αποκλείονται.