Ο Γιάννης, ο άντρας της, αντιθέτως, χωρίς να είναι σκληρός, ήταν πιο πραγματιστής και σε διαρκή προβληματισμό για το κοινό τους μέλλον. Κάτι που δε συμμεριζόταν βέβαια η συμβία του η Βαγγελιώ, που ευαγγελιζόταν το ρητό «ό,τι δίνεις παίρνεις» προσαρμόζοντας το νόημα του στα γούστα της. Και όλο έβγαινε στο σεριάνι, να ακούσει, να οσφριστεί, να συναντήσει τον πένητα, τον αδύναμο, για να τον συνδράμει όσο μπορούσε και πάνω απ’ αυτό. Εννοείται ότι η φήμη της δεν άργησε να απλωθεί και πέρα από τα όρια τής γειτονιάς της, κάτι που δεν άφησε αδιάφορους και τους καθ’ έξιν αδιάφορους, στην ιδέα τής εγασίας εννοείται.
Με τόσο πλήθος «αναξιοπαθούντων», ο Γιάννης που έβλεπε να μοιράζεται ο κόπος του, άκοπα και αδιάκοπα, άρχισε να χάνει την υπομονή του. Κάποια στιγμή την είχε απειλήσει με στέρηση των οικονομικών της δικαιωμάτων, κάποιες ελάχιστες και με διαζύγιο. Εκείνη αντιδρούσε κλαίγοντας κι έπεφτε σε μαύρη κατάθλιψη, που σε αντίθεση με άλλες γυναίκες ουδόλως εκτονωνόταν με ψώνια στα μαγαζιά – με τι προσόντα άλλωστε, αφού τα χρήματα μονίμως δραπέτευαν από τα χέρια της – και την περιέφερε έτσι, κατάθλιψη αμοίραστη, από δωμάτιο σε δωμάτιο, μέχρι να καμφθεί το φρόνημα τού Γιάννη και να επαναχρηματοδοτηθεί το ευαγές της ίδρυμα. Ήταν και ο μικρός στη μέση, που αδυνατούσε να αντιληφθεί το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις και που διατελούσε σε σύγχυση, αφού διεπίστωνε ότι ο πατέρας του, έψεγε την μητέρα του για την «καλωσύνη» της. Έτσι άρχισε να έχει αμφιβολία για όλα τα πρότυπα που έχτιζε το σχολείο του, είτε αυτά είχαν να κάνουν με έννοιες, είτε με πρόσωπα. Η μπάλα είχε πάρει και τη δασκάλα του, αφού φαίνονταν οι νουθεσίες της στο μυαλό του, ως πηγή μελλοντικών προβλημάτων. Έτσι εκείνη με τη σειρά της, διαπιστώνοντας μια προς τα χείρω πορεία τού μικρού, όσον αφορούσε στη συμμετοχικότητα του στα κοινά, κάλεσε στο σχολείο τους γονείς του να τους μιλήσει. Ο Γιάννης κι η γυναίκα του ανταποκρίθηκαν πρόθυμα και στην εξέλιξη της μακράς συζήτησης τους, διεπίστωσε εμβρόντητη ότι η προβληματική σχέση τού ζευγαριού είχε ως πυρηνικό υλικό τη γενναιοδωρία τής συζύγου. Μάλιστα, όταν το συνδύασε με το κρυστάλλινο βάζο που εκείνη τής πρόσφερε –ήταν από το σαλόνι του σπιτιού τους- ένιωσε πολύ άβολα και έκανε μιά δεύτερη σκέψη, που της είπε να το επιστρέψει, που με τη σειρά της προσέκρουσε σε μια επόμενη, που τής ψιθύρισε ότι έτσι θα την πρόσβαλε με αρνητικότερες συνέπειες, οπότε παρέμεινε μετέωρη. Απλά στη συνέχεια απέφευγε όσο μπορούσε το βλέμμα του συζύγου. Με αυτά και μ’ αυτά όμως, το σπίτι του Γιάννη και της συζύγου του, είχε αυτοανακηρυχθεί μινιμαλιστικού στυλ, αφού η κατάσταση τής Βαγγελιώς πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όσο έβλεπε τα χρήμα να δραπετεύει από την παλάμη της, έβαζε χέρι στα υπάρχοντα του σπιτιού.
Έτσι είχε το κλίμα ένα Μαγιάτικο πρωινό, με τον ήλιο να λάμπει και το φως να μπαίνει πανταχόθεν στο σπίτι από τις μπαλκονόπορτες, που μόλις προχθές είχαν απωλέσει τις κουρτίνες τους, για χάρη τής κόρης τής πάμφτωχης γειτόνισσας, που φρεσκοπαντρεύτηκε και δεν είχε με τι να ντύσει το σπίτι της, η καημένη. Ο Γιάννης σήμερα, Κυριακή όλη μέρα, δε θα πήγαινε στη δουλειά. Είχε πληρώσει –ο ίδιος εννοείται για σιγουριά- μόλις προχθές τους λογαριασμούς του σπιτιού, είχε πάρει κι ένα κοτόπουλο με σαλατικά από το σούπερ μάρκετ την προηγούμενη και έτσι ανάλαφρος που ένιωθε από βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις και ρούχα, κάθισε στον καναπέ, στο σαλόνι του σπιτιού του. Ήταν νωρίς ακόμα και η γυναίκα του, όπως και ο γιος του, συνήθιζαν να ξυπνούν με το πάσο τους, πάντως όχι νωρίτερα από τις δέκα. Έτσι ο Γιάννης απολάμβανε λίγες ώρες ησυχίας, πραγματικής ησυχίας, στο μικρό του βασίλειο. Ένας «ελληνικός» στο χέρι και το βλέμμα έξω, από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, να διαχέεται παντού στον χώρο, ως τα μπαλκόνια τής απέναντι πολυκατοικίας. Με το σλιπάκι και τη τσίμπλα για μόνα πρόσθετα, απλώθηκε με τα πόδια του να κάνουν κατάληψη στο τραπεζάκι που είχε απέναντι, ανοιχτά για να χωρά ανάμεσα τους το φλιτζάνι με τον καφέ. Μετά την πρώτη ρουφηξιά, παρακάμπτοντας την ασυμπτωτική τσίμπλα, σκόρπισε το βλέμμα του στο …πρωϊνό τής Κυριακής, που γέμιζε τον εξωχώρο του μπαλκονιού του. Εκεί – ω τού θαύματος- αυτό σταμάτησε στο ακριβώς απέναντι μπαλκόνι, αυτό που μέχρι χθες ακόμη, έμενε μόνο με τη σκόνη του, ακατοίκητο και παραμελημένο. Το βλέμμα του όμως δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Δοκίμασε στη συνέχεια και μιά νεαρά κυρία –γι’ αυτό το θαύμα έλεγα-, που με ένα σφουγγαράκι στο χέρι καθάριζε τα κάγκελα του. Όμορφη, ναι ήταν όμορφη, με μαύρα μαλιά μαζεμένα σε κοτσάκι στην κορυφή τής κεφαλής και μ’ ένα αθλητικό φανελάκι, ξεμάνικο, που έδειχνε να ασφυκτιά από την πίεση του χυμώδους στήθους της. Μάλιστα όσο έσκυβε, τόσο ένιωθες ότι έφτανε στο αμήν να χαμογελάσει ελεύθερο δεσμών, σε όποιον τυχερό. Ήταν κάτι παραπάνω από οφθαλμοφανές άλλωστε, ότι μέσα από τη μπλούζα περίμενε υπομονετικά να δαγκωθεί από κάποιο αδηφάγο βλέμμα. Εξίσου προφανές όμως ήταν ότι αυτό το βλέμμα δε θα έμενε μόνον εκεί, αφού καραδοκούσε και το κάτω ήμισυ, έτοιμο να αποσπάσει το θαυμαστικό του μερίδιο. Δύο ψηλοτάβανα πόδια, που τραβούσαν την ανηφόρα ως το καυτό σορτσάκι. Σχεδόν δεν προλάβαινες να δεις το πρόσωπο της. Ο Γιάννης άφησε βιαστικά το φλιτζάνι με τον καφέ, μην και τον χύσει και κοίταζε με το στόμα ανοιχτό, ως να ήθελε να καταπιεί την εικόνα αμάσητη. Δεν μπορεί, σκέφτηκε, μάλλον η καινούργια γειτόνισσα θα τον είχε δει. Τόσες φορές έσκυψε, σηκώθηκε, σφούγγισε τον ιδρώτα από το μέτωπο της. Προς στιγμήν έκανε να σηκωθεί να φορέσει το παντελόνι του. Ωστόσο δεν ήθελε να χάσει ούτε δευτερόπλεπτο από το θέαμα, αλλά ακόμα προκλητικότερα, ήθελε να δοκιμάσει τις αντιδράσεις τής νεαρής κυρίας στη …τυχαία συνάντηση των βλεμμάτων τους. Παρ’ όλα αυτά κοιτούσε αόριστα, ως να έχανε συνεχώς την εστίαση του στο υπέροχο πλάσμα, αλλά μέσα του ήταν πεπεισμένος ότι ήταν μέρος ενός παιχνιδιού σε εξέλιξη. Δεν ήθελε να το διακόψει, πολύ περισσότερο να ρίξει αυλαία στα όσα εκείνο εξέλισσε. Κάποια στιγμή μετά από απροσδιόριστη ώρα κι ενώ είχε κάνει γενναίες εισπνοές θεάματος, προσπάθησε να διαπιστώσει αν τον κοιτούσε. Διακριτικά ή ξεδιάντροπα. Η νεαρά κυρία τον χαβά της. Συνέχιζε να σαπουνίζει, να ξεπλένει και να ξαναπλένει τα κάγκελα, που είχαν να δουν προκοπή τουλάχιστον έναν χρόνο τώρα. Τη στιγμή που έσκυβε ανοίγοντας τα πόδια της πάντως, το βλέμμα της δεν έδειχνε να ξεφεύγει ούτε στιγμή από τα κάγκελλα που έτριβε. Πόσο ωραία που τα έτριβε. Η φαντασία του Γιάννη άρχισε να πιάνει … ανήφορο. Δεν μπορούσε –ο χρόνος κι εδώ έκανε τα δικά του- να υπολογίσει πόση ώρα πέρασε, αφού αυτά τα τριψίματα έμοιαζαν ατέλειωτα, σαν μιά ευλογημένη βρώμα να τα αγκάλιαζε, κάθε που εκείνα την απόδιωχναν. Όμως θα έπρεπε να ήταν αρκετή, αφού ο καφές εν τω μεταξύ έκοψε από τη ζήλεια του και το σπουδαιότερον, μια φωνή από την κρεβατοκάμαρα έβαζε τέλος στα τεκταινόμενα.
«Γιάννη, καφέ». Ο Γιάννης πετάχτηκε σαν ελατήριο. Πήγε να τραβήξει τις κουρτίνες που δεν υπήρχαν και αλαφιασμένος κινήθηκε προς την κουζίνα. Έβαλε το παντελόνι του βιαστικά και άνοιξε το ντουλάπι με επιδεικτικό θόρυβο, ίσα να υποδηλώσει την εκεί παρουσία του. Έβγαλε από μέσα το αγαπημένο της φλιτζάνι –ευτυχώς δεν είχε βρεθεί καμμιά μέχρι τότε να της πει ότι της άρεσε- και άρχισε να ανακατεύει τον καφέ με τη ζάχαρη, που εν τω μεταξύ είχε βάλει στο μπρίκι, ρυθμικά. Ωραία που κουτούλαγε το κουτάλι στα τείχια του μπρικιού… Σαν τον ήχο από τα απέναντι κάγκελα, αυτόν που το σφουγγάρι δεν μπόρεσε, αλλά η εικόνα της το κατάφερε στο ζαλισμένο κεφάλι του. Μετά από ελάχιστα λεπτά και αφού είχε αφήσει το κουτάλι στην άκρη, το περιεχόμενο τού μπρικιού άρχισε να φουσκώνει. Αντιστρόφως ανάλογα δηλαδή με το περιεχόμενο από το σλιπ του. Η Βαγγελιώ εν τω μεταξύ στην αναμενόμενη απόλαυση είχε σηκωθεί με κατεύθυνση προς το μπάνιο. Είχε βλέπεις, αυτή τη μικρή πολυτέλεια του κυριακάτικου καφέ, που ο Γιάννης ουδέποτε τής αρνήθηκε, αφού αυτή η μικρή διαδικασία ήταν το διαβατήριο του για μια καλή μέρα στη συνέχεια. Ο Γιάννης κατά τα ειωθότα θα έπρεπε να τον σερβίρει στο μπαλκόνι τους, καιρού επιτρέποντος βεβαίως. Καλός ήταν ο καιρός, ο κανονικός,ωστόσο ο άλλος, τής κυρίας τού απέναντι μπαλκονιού, τού έκανε σαν βαρομετρικό χαμηλό. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Θα περίμενε στωϊκά την εξέλιξη τού φαινομένου. Φόρεσε μία φανέλα και βγήκε ντυμένος στο μπαλκόνι κουβαλώντας τον γυναικείο καφέ. Ως να ήταν συνεννοημένη η κυρία απέναντι στην επιβεβλημένη του έξοδο, εκείνη τη στιγμή έκανε μεταβολή και μαζεύοντας τα συμπράγαλα της, χάθηκε στα ενδότερα τού σπιτιού. Ο Γιάννης ξεφύσησε με ανακούφιση. Όταν βγήκε η Βαγγελιώ έξω τα πάντα έμοιαζαν … ως συνήθως. Μέχρι τη στιγμή που το βλέμμα της έπεσε στο απέναντι μπαλκόνι.
«Μπα, νοικιάστηκε το διαμέρισμα; αναρωτήθηκε. Βλέπω το μπαλκόνι καθαρό».
«Μάλλον» απάντησε αδιάφορα ο Γιάννης, που επιμελώς απέφευγε να κοιτάξει απέναντι.
«Λες να χρειάζονται τίποτα οι γείτονες; Συνέχισε η Βαγγελιώ. Καινούργιοι είναι, μέχρι να μάθουν τα μαγαζιά, μήπως θέλουν να τους δώσουμε τίποτα;»
Ο Γιάννης δεν απάντησε.
«Εγώ λέω να πας να τους κτυπήσεις το κουδούνι. Μπορεί να θέλουν κάτι», επανέλαβε μονότονα εκείνη.
Ο Γιάννης ξεροκατάπιε. Ένιωσε πως έπρεπε να αντιδράσει, να αρνηθεί, αλλά τελικά δεν … τα κατάφερε.