Ανοίγουμε τα μάτια μας το πρωί, ήδη κορεσμένοι από άγχος και αγωνία για την έκβαση μιας ακόμη γεμάτης ημέρας, που θα μας επιτρέψει να γυρίσουμε στο τέλος της στον ίδιο χώρο, αυτόν της νυχτερινής κατάκλισης, έχοντας φέρει εις πέρας ένα σωρό αποστολές, εργασιακές, οικογενειακές, φιλικές κ.ο.κ. Ξεχνάμε όμως να χαμογελάσουμε με ευγνωμοσύνη σε εκείνο το κατηφές είδωλο στον καθρέφτη, που κρύβει έναν υγιή, ευφυή, δυνατό άνθρωπο, σε ένα ον με απέραντες δυνατότητες που όμως έχει ανάγκη τη φροντίδα, την αποδοχή, την αυτοεκτίμηση και την ανοχή για να συνεχίσει το δύσκολο έργο που του έχει ανατεθεί από την πρώτη του κιόλας ανάσα στη ζωή.
Απεκδυόμενοι κάθε τίτλο και ιδιότητα, όλοι οι άνθρωποι αξίζουμε ίσες ευκαιρίες στο δώρο της ζωής, σε αυτή την απόλυτη κυριολεξία του να ΖΕΙΣ, να επιστρέφεις κάθε μέρα στον καθημερινό μόχθο με δυνατή καρδιά, με καθαρό νου, με άκρα έτοιμα να αδράξουν κάθε ευκαιρία να βηματίσουν, να τρέξουν, να χαιρετίσουν, να σφίξουν το χέρι, να αγκαλιάσουν… Τίποτα από αυτά δεν είναι δεδομένο και αρκούν λίγα δευτερόλεπτα ανυποψίαστης ύπαρξης για να ανατρέψουν κάθε ελπίδα και προοπτική.
Δυστυχώς μερικά πράγματα ξεπερνούν τα στενά όρια της πρόληψης και της αυτό-προστασίας κι όσο αδιανόητο και αν είναι αυτό για την ανθρώπινή μας φύση, κάποιοι εκεί έξω, την ώρα που μια μητέρα κοιμίζει τα παιδιά της ή ένας πατέρας παίζει μαζί τους ξένοιαστα, ελευθερώνουν τα πιο άγρια και κτηνώδη ένστικτά τους κι αποφασίζουν στο όνομα κάποιου Θεού να κόψουν αιφνίδια το νήμα της ζωής, μιας ζωής πολύτιμης, που δεν τους άνηκε. Ανελέητες, φρικτές, μισάνθρωπες πράξεις που στα μάτια των εκτελεστών τους φαντάζουν απόλυτα δικαιολογημένες, αφού υπηρετούν την υπέρτατα εγωκεντρική τους ανάγκη για εξύμνηση των λατρευτικών τους αντικειμένων και ιδεών και τη δήθεν πνευματική τους εξύψωση. Ένας αιματοκυλισμένος δρόμος προς τη ‘’θέωση’’ σε έναν κόσμο που δεν έπαψε ποτέ να αιμορραγεί.
Δεν είμαστε απλώς αριθμοί στον παγκόσμιο πληθυσμό, είμαστε κάτι παραπάνω από αυτό, η ύπαρξη και η ανυπαρξία μας θα πρέπει να σημαίνουν κάτι παραπάνω από μερικές ποσοστιαίες προσθαφαιρέσεις. Κι επειδή κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με το σύμπαν, την αρρώστια, το θάνατο, ας τα βάλει τουλάχιστον με τον δικό του κακό Εαυτό. Με εκείνο τον Ανθρωπάκο που σαν να κόντυνε θαρρείς λίγο λίγο, με εκείνο το σκυφτό και σκυθρωπό πρόσωπο, το υγρό και σκοτεινό βλέμμα που ατενίζει το άπειρο, κι εκείνα τα σφιχτά, σφαλισμένα χείλη που έπνιξαν το τελευταίο γενναιόδωρο χαμόγελο, τόσες μέρες, μήνες, χρόνια πριν, που ούτε κι ο ίδιος πια μπορεί να υπολογίσει…
Για περισσότερα άρθρα από την Δήμητρα Καραντζένη πατήστε εδώ!