Η σφοδρή διπλωματική σύγκρουση, δικαιολογημένα χαρακτηρίστηκε από την κυβέρνηση ως «πόλεμος» με τους εταίρους δανειστές και είναι αυτονόητο ότι σε ένα «πόλεμο», η κάθε πλευρά κατέρχεται με όσα όπλα διαθέτει.
Με βάση αυτή την παραδοχή, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι η πρώτη κυβέρνηση που επιτέλους αποφάσισε να θέσει το θέμα της καταβολής των πολεμικών αποζημιώσεων και της επιστροφής του αναγκαστικού κατοχικού αναγκαστικού δανείου, θέμα που οι προηγούμενες κυβερνήσεις, δεν τόλμησαν ή δεν θέλησαν να θέσουν.
Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για ένα «όπλο», το οποίο από ιστορικής, ηθικής και οικονομικής θεώρησης, είναι όπλο τεράστιου βεληνεκούς.
Βέβαια και σε αυτή την στρατηγική επιλογή της νέας Ελληνικής κυβέρνησης, οι υποτακτικοί των μνημονίων έσπευσαν να δηλώσουν την… βεβαιότητά τους, ότι θα έχει… αρνητικές επιπτώσεις στην διαπραγμάτευση που βρίσκεται σε εξέλιξη, πιστοί πάντα στην επιλογή τους να μην λένε ποτέ και σε τίποτα όχι.
Είναι οι ίδιοι που έσπευσαν να καταγγείλουν την κυβέρνηση ότι συνεχίζει να διαπραγματεύεται με τους τρεις θεσμούς, αγνοώντας προκλητικά τα δεδομένα κάτω από τα οποία γίνεται η νέα διαπραγμάτευση και κυρίως την μεγάλη επιτυχία της νέας κυβέρνησης, να προτείνει τις μεταρρυθμίσεις που θα προωθήσει και όχι να δέχεται και να εκτελεί ως αποικία χρέους, τις εντολές των γραφειοκρατών της Τρόικα.
Και οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι μεταρρυθμίσεις που έχει πραγματικά ανάγκη η χώρα, και αφορούν στην πάταξη της φοροδιαφυγής, την παραγωγική ανασυγκρότηση και την αναδιοργάνωση του Ελληνικού κράτους.
Σε καμία δε περίπτωση, δεν έχουν να κάνουν με «μεταρρυθμίσεις» της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, οι οποίες ήταν ταυτόσημες με την μείωση των μισθών και των συντάξεων, την καταλήστευση των Ελλήνων πολιτών με τους αλλεπάλληλους φόρους και τις απολύσεις στο Δημόσιο.
Είναι δε εξοργιστική η αποκάλυψη, ότι οι αναλογιστικές μελέτες που είχαν συντάξει για τα ασφαλιστικά ταμεία, δεν αποτιμούσαν τις αποδόσεις και την περιουσία των ασφαλιστικών ταμείων, προκειμένου οι κυβερνήσεις των μνημονίων να προχωρούν στις μειώσεις των συντάξεων.
Για να καταλάβουμε δε την σημασία της πάταξης της φοροδιαφυγής, αρκεί να υπογραμμίσουμε τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες, σύμφωνα με τα οποία αξιοποιώντας τις διάφορες λίστες φοροφυγάδων και τις βεβαιώσεις προστίμων που έχουν προκύψει και παραμένουν ανείσπραχτα, το Ελληνικό Δημόσιο θα είχε βάλει στα ταμεία του περισσότερα από 13 δις. ευρώ.
Το ποσό αυτό είναι αυτονόητο ότι θα επέτρεπε σε οποιαδήποτε Ελληνική κυβέρνηση, όχι μόνο να ξεφύγει από την οικονομική ασφυξία την οποία επιχειρούν να επιφέρουν στην χώρα οι εταίροι-δανειστές, αλλά και να εφαρμόσει μια γενναία πολιτική αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης.
Βέβαια σε μια διαπραγμάτευση δεν είναι δυνατόν να αποφύγεις τους στρατηγικούς ελιγμούς, αλλά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι αποφασισμένη να κάνει τρία βήματα μπροστά και μόνο ένα πίσω, γιατί μόνο έτσι θα φτάσει στον τελικό προορισμό και είναι αυτονόητο ότι το ένα βήμα πίσω δεν έχει να κάνει με νέα μέτρα εναντίον της κοινωνίας και με νέα μέτρα ενίσχυσης της ύφεσης.
Όσο και αν ενοχλούνται αυτοί που εκπροσωπούν την πενταετία των μνημονίων της ύφεσης και της πλήρους υποταγής στους δανειστές-εταίρους, το πρώτο δείγμα γραφής της νέας κυβέρνησης χαρακτηρίζεται άκρως επιτυχές.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το γεγονός της συστηματικής πλέον προσπάθειας της Γερμανικής κυβέρνησης, να υπονομεύσει απροκάλυπτα και να απαξιώσει την ηγεσία του Υπουργείου Οικονομίας και έμμεσα την ίδια την Ελληνική κυβέρνηση.
Είναι πλέον αποδεκτό και παραδεκτό από όλους, ότι η Ελλάδα διαπραγματεύεται όρθια, χωρίς σκυμμένο κεφάλι, ως ισότιμος εταίρος και σαν μια χώρα που επιτέλους μάχεται, όχι απλά και μόνο για την επιβίωση και την αξιοπρέπειά της, αλλά και για την διάνοιξη μιας οδού διαφυγής προς το μέλλον.
Όσοι την κατηγορούν την κυβέρνηση για την πολιτική της, είναι αυτοί που είτε δεν πίστευαν, είτε δεν μπορούσαν να αναζητήσουν μια εναλλακτική πορεία και ως εκ τούτου, ποτέ δεν διαπραγματεύτηκαν, ποτέ δεν διεκδίκησαν και ποτέ δεν υπερασπίστηκαν την Ελληνική κοινωνία.