γράφει ο Χάρης Λαλάτσης.
Πέρασα κάποιες μέρες στην παραλία με διάφορους γνωστούς και φίλους, που με ρωτούσαν στις ξαπλώστρες και με τις μπύρες στο χέρι επίμονα, να τους πω τι «λένε οι δημοσκοπήσεις», «ποιο κόμμα θα έχει αυτοδυναμία» και «τι θα γίνει με το Δήμο μου και τον δήμαρχο». Στους περισσότερους προσπαθούσα να εξηγήσω ότι η πολιτική έρευνα δεν είναι τόσο απλή και πως αυτά που βλέπουν στα MME είναι τις περισσότερες φορές διαφημιστικά παρά σοβαρές προσπάθειες πολιτικής έρευνας, αλλά δεν το κατάφερα και πολύ. Έτσι άλλαξα τακτική και κάθε φορά έφερνα την κουβέντα στο θέμα των νέων (17 με 30 ετών περίπου) και στη σχέση τους με την πολιτική, για να ασχοληθούμε με κάτι σημαντικό, επιτέλους, που με ενδιαφέρει και εμένα πάρα πολύ!
Δυστυχώς διαπίστωσα πως οι σχολιασμοί που ακούστηκαν για τους νέους ψηφοφόρους ήταν καθόλα απογοητευτικοί, ειδικά αν σκεφτεί κάποιος πως οι συζητήσεις γίνονταν από ανθρώπους 40 με 50 ετών οπότε δεν ήμασταν και τόσο μεγαλύτεροι! Η κλασική ατάκα ήταν για τους τεμπέληδες και αδιάφορους νέους, ενώ το 2ο αγαπημένο σχόλιο ήταν πως δεν έχουν ιδέα τι γίνεται στον κόσμο γύρω τους. Διαφωνώ κάθετα και για τα δύο σχόλια και μάλιστα δεν το έκρυψα σε όλες τις κουβέντες!
Πριν πω περισσότερα, πρέπει να δηλώσω πως πράγματι οι νέοι απέχουν από την πολιτική σκηνή με διάφορους τρόπους. Είτε ως υποψήφιοι για διάφορες θέσεις, είτε ως ψηφοφόροι, είτε ακόμα και ως απλοί σχολιαστές. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν έχουμε και εμείς ευθύνες και ειδικά όσοι ασχολούμαστε ενεργά με την πολιτική έρευνα.
Για χρόνια η πολιτική έρευνα έχει κολλήσει στα ποσοστά (σε υπερβολικό βαθμό, αφού ελάχιστοι τα καταλαβαίνουν) και φυσικά στην ερώτηση που μισώ όσο τίποτα «Τι θα ψηφίσετε;». Εκεί λοιπόν, στα βαρετά και τυποποιημένα ερωτηματολόγια, όλοι οι ψηφοφόροι μπαίνουν στη «μηχανή του κιμά» της έρευνας. Ελάχιστοι έχουν ενδιαφερθεί να μάθουν πώς παίρνει ένας ψηφοφόρος την απόφαση και πώς αλλάζουν αυτά τα κριτήρια ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, τον τόπο κατοικίας, την εκπαίδευση και άλλα. Εκεί είναι το μεγάλος λάθος των αναλυτών, που προτιμήσαμε την εύκολη οδό της ποσοτικής πολιτικής έρευνας, όπως ήταν παλιά, αντί να προσαρμοστούμε στις νέες εξελίξεις.
Οι νέοι λοιπόν ένιωσαν ότι έμπαιναν στην άκρη και πως δεν υπήρχε ενδιαφέρον για αυτούς. Κανείς δεν τους ρωτούσε ερωτήσεις που θα είχαν ενδιαφέρον, ενώ μάλιστα ελάχιστοι τους ρωτούσαν οτιδήποτε (ποιος νέος άλλωστε χρησιμοποιεί/απαντάει σε σταθερό τηλέφωνο). Άρα, αντί για τεμπέληδες, εγώ θα έλεγα ότι οι νέοι είναι περιθωριοποιημένοι από ένα ερευνητικό σύστημα που δεν ασχολήθηκε μαζί τους. Οι νέοι νοιάζονται για τον ρατσισμό, το περιβάλλον, την ισότητα των φύλων και άλλα που ίσως να μην απασχολούν τόσο έναν ψηφοφόρο που έχει περάσει τα 60 έτη.
Και όσον αφορά το 2ο σχόλιο για τους νέους «που είναι άσχετοι», εγώ θα ρωτήσω πώς γίνεται να μην ξέρουν τι συμβαίνει στον κόσμο, όταν έχουν όλες τις πληροφορίες που χρειάζονται άμεσα στα χέρια τους μέσω των κινητών τηλεφώνων και του διαδικτύου; Όταν ο 70άρης περιμένει το βραδινό δελτίο, ο 25άρης έχει ήδη διαβάσει 100 νέες ειδήσεις. Προφανώς, αυτό σημαίνει μεγαλύτερη έκθεση σε fake news (ψευδείς ειδήσεις), αλλά αυτό είναι θέμα για άλλους επαγγελματίες και όχι τόσο για όσους ασχολούμαστε με την πολιτική έρευνα!
Έτσι προσωπικά επιμένω πως η ποιοτική έρευνα, με συζητήσεις σε βάθος, με νέους ψηφοφόρους, μπορεί να δώσει στους υποψήφιους και στα κόμματα να καταλάβουν πως παίρνουν αποφάσεις οι νέοι και ποια ζητήματα τους αφορούν. Να τους δώσουμε το λόγο και να μας δείξουν αυτοί τι θέλουν να δούνε γύρω τους. Να χτίσουν οι νέοι τους Δήμους του αύριο και να θέσουν την πολιτική ατζέντα. Και, επιτέλους, να απομακρυνθούμε από τα βαρετά ποσοστά, τα πανομοιότυπα βαρετά ερωτηματολόγια και τα γραφήματα!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε και από την εταιρεία έρευνας και ανάλυσης Ierax Analytix