Πόσο εφικτό όμως είναι κάτι τέτοιο;
Την 18η Αυγούστου περιμένει άραγε κανείς ότι ο υπεραισιόδοξος κ. Τσίπρας θα πατήσει κάποιον διακόπτη και η Ελλάδα από την κρίση θα περάσει στην ομαλότητα;
Φυσικά όχι. Όποιος περιμένει κάτι τέτοιο είναι το λιγότερο αφελής. Και όποιος το καλλιεργεί είναι σίγουρα επικίνδυνος για τη χώρα και τους Έλληνες.
Είναι γνωστό ότι η «καθαρή έξοδος» που υπόσχεται ο κ. Τσίπρας τυπικά και μόνο θα υπάρξει επειδή οι ευρωπαίοι δεν θέλουν να ξαναπεράσουν από τα κοινοβούλιά τους και να ζητήσουν ψήφο για το ελληνικό πρόβλημα.
Και μπορεί μεν ο κ. Τσίπρας να αρνείται την πρόταση Στουρνάρα για προληπτική γραμμή στήριξης, στην οποία ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος επιμένει επειδή δεν θέλει η χώρα να βρεθεί απροστάτευτη στη δίνη των αγορών, αλλά δεσμεύσεις που ισοδυναμούν με ένα νέο τέταρτο πρόγραμμα έχει ήδη αναλάβει από το μεσοπρόθεσμο του περασμένου Μαΐου. Πρόκειται για λήψη νέων μέτρων που δεσμεύουν τη χώρα, τουλάχιστον έως το 2022, χωρίς να υπολογίζει κανείς την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια στο υπό ξένη διοίκηση υπερταμείο, με τη διαφορά ότι σε αυτό το ουσιαστικά 4ο μνημόνιο, δεν υπάρχει χρηματοδότηση.
Ο κ. Τσίπρας έχει συμφωνήσει:
– μέτρα αξίας 2% του ΑΕΠ για εφαρμογή μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος.
– πλεονάσματα για 40 χρόνια και εκχώρηση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια.
– εποπτεία της Ελλάδας μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα, πολύ βαρύτερη από αυτή άλλων χωρών που εξήλθαν από αντίστοιχα προγράμματα προσαρμογής.
– Μειώσεις συντάξεων,
– μείωση αφορολόγητου που σημαίνει ότι ένας συμπολίτης μας ο οποίος έχει σήμερα μισθό 500 ευρώ για πρώτη φορά θα πληρώσει φόρο εισοδήματος.
– Η Ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί όχι μόνο για την τήρηση των συμφωνημένων πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ αλλά επίσης ότι τα ποσά αυτά (από τα κέρδη των ομολόγων) θα τα διαθέτει αποκλειστικά για επενδυτικούς σκοπούς (και όχι για την «κάλυψη κοινωνικών αναγκών»)
Επί πλέον ο κ. Τσίπρας έχει δεσμευτεί:
- για την ολοκλήρωση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων από το ΤΑΙΠΕΔ
- ότι δεν θα υπάρξουν αλλαγές σε ό,τι έχει υλοποιηθεί (π.χ. θα παραμείνει η ανεξαρτησία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού με την ΑΑΔΕ)
- ότι θα συνεχιστούν μεγάλες μεταρρυθμίσεις σε τομείς που θεωρούνται σημαντικοί (π.χ. δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση κ.λπ.).
Και φυσικά αποτελεί πλέον κοινή πεποίθηση πως για την Ελλάδα θα ισχύσει ό,τι και για τις υπόλοιπες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα: Ενισχυμένη εποπτεία δηλαδή από τους πιστωτές, έως ότου αποπληρωθεί το 75% των δανείων που έχει λάβει η χώρα μας.
Και όλα αυτά χωρίς νέα χρηματοδότηση!
Το 2015 ο κ. Τσίπρας ήθελε λεφτά χωρίς Μνημόνιο. Μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης έχει πετύχει να φέρει εκτός από το δικό του 3ο Μνημόνιο και ένα επί πλέον Μνημόνιο, αλλά χωρίς λεφτά. Έχει όλα τα μέτρα του Μνημονίου, αλλά δεν έχει τη χρηματοδότηση. Η Ελλάδα, χωρίς τις «πλάτες» των δανειστών, πρέπει να βγει στις αγορές και να αντλήσει από εκεί χρήματα. Και για να δανειστεί από τις αγορές, με λογικό επιτόκιο, πρέπει να έχει μια σοβαρή Κυβέρνηση η οποία θα πείσει τις αγορές ότι έχουμε σχέδιο για μετά το ’18. Και εκεί είναι που αρχίζουν τα προβλήματα με τον κ. Τσίπρα, διότι δεν μπορεί να το κάνει αυτό.
Το έχουμε ξαναγράψει. Καθαρή έξοδος μπορεί να υπάρξει μόνο με άλλη κυβέρνηση. Μόνο με κυβέρνηση που μπορεί να εφαρμόσει ένα πλήρες, ισχυρό επενδυτικό σχέδιο που θα προσελκύει ξένα κεφάλαια, δεν θα τα διώχνει.
Η Ελλάδα της μνημονιακής καθημερινότητας για να μπορέσει να γίνει Ελλάδα της ευρωπαϊκής κανονικότητας πρέπει να ξεφύγει από το γρουπ των οικονομιών χωρών που ευρίσκοντο κάτω από την σοβιετική επιρροή. Η Ελλάδα θα πρέπει να πάψει να συγκρίνεται με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Και αυτό δεν το επιτρέπουν ούτε η πορεία της πραγματικής οικονομίας, ούτε οι δείκτες της Eurostat. Σήμερα το ανά ώρα κόστος της εργασίας στην Ελλάδα το 2017 ανήλθε (!) στα 14,5 ευρώ. Στην ευρωζώνη ήταν κατά μέσο όρο στα 30,3 ευρώ, ενώ μεταξύ των κρατών της ΕΕ το μικρότερο εργατικό κόστος είχαν η Βουλγαρία με 4,9 ευρώ, η Ρουμανία με 6,3 ευρώ, η Λιθουανία με 8 ευρώ, η Λετονία με 8,1 ευρώ, και η Ουγγαρία με 9,1 ευρώ. Στον αντίποδα, το μεγαλύτερο ανά ώρα κόστος εργασίας στην ΕΕ εμφάνισαν για το 2017 η Δανία με 42,5 ευρώ, το Βέλγιο με 39,6 ευρώ, το Λουξεμβούργο με 37,6 ευρώ, η Σουηδία με 36,6 ευρώ και η Γαλλία με 36 ευρώ.
Αν προσέξει κανείς κάτω των 15 ευρώ κόστος ωριαίας εργασίας έχουν όλες οι χώρες του πρώην «ανατολικού μπλοκ». Πάνω από 30 ευρώ κόστος ωριαίας εργασίας έχουν όλες εκείνες οι χώρες που προϋπήρχαν στην ΕΕ πριν από τη μεγάλη διεύρυνση, που ακολούθησε την κατάρρευση του κομμουνισμού.
Μπορεί στο παρελθόν η Αριστερά να μη κατάφερε να μας καταστήσει χώρα Σοβιετικής επιρροής, το κατάφερε όμως σήμερα η μετάλλαξή της, υπό τον Αλέξη Τσίπρα, αφού οικονομικά είμαστε πιο κοντά σε αυτές τις χώρες παρά στις χώρες που πρωτοπόρησαν στη δημιουργία της ΕΕ. Και θυμίζουμε ότι η Ελλάδα ήταν στις πρώτες 10 χώρες που μετείχαν στην ευρωπαϊκή ενοποίηση υπό τη μορφή της τότε ΕΟΚ.
Η επιστροφή στην κανονικότητα λοιπόν χρειάζεται πολλή δουλειά από όλους τους Έλληνες, αλλά κυρίως χρειάζεται στο πρόγραμμα που θα υπάρξει στην τύποις μεταμνημονιακή εποχή, να μην υπάρχουν αυταπάτες. Και δυστυχώς η νέα αυταπάτη που καλλιεργεί στους Έλληνες ο Αλέξης Τσίπρας είναι αυτή της δίχως κόπο επιστροφή στην κανονικότητα, μέσα από την υποτιθέμενη «καθαρή έξοδο».
Πιστεύει άραγε ότι οι Έλληνες είναι τόσο… αφελείς για να τον ακολουθήσουν και πάλι. Μάλλον αυταπατάται!