Έχετε δίκαιο. Αόρατη είμαι, εδώ και δεκάδες χρόνια. Φορτωμένη πτυχία και εξειδικεύσεις, σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, χώρα – κάτοχος ενός εκ των πλουσιότερων πολυσέλιδων βιογραφικών, που θα το ζήλευε κάθε άλλη ομότιμή μου, ισορροπώ πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, κουβαλώντας στις πλάτες μου το βαρύ φορτίο που μου κληροδότησε το παρελθόν μου και στο αίμα μου, ήθος κι αξίες, φιλότιμο και τιμιότητα, ταπεινότητα κι εργατικότητα, ευγένεια κι αλληλεγγύη. Ισορροπώ, φοβούμενη ότι το σχοινί σύντομα θα κοπεί κι εμένα θα με καταπιεί το κενό..
Εδώ και χρόνια αιωρούμαι πάνω σ αυτό το λεπτό κι επικίνδυνο σχοινί του απόλυτου και του αντιφατικού. Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Στη στεριά και τη θάλασσα. Ανάμεσα σε μακροχρόνιους αιματηρούς πολέμους, αιμοσταγείς εμφυλίους και κοντές περιόδους ειρήνης. Αιωρούμαι, ανάμεσα σε προδότες και πατριώτες, σε ήρωες και καταδότες, σε εμπρηστές και σημαιοφόρους, σε τοκογλύφους και κουκουλοφόρους, σε δειλούς και ανδρείους..
Ισορροπώ ανάμεσα στο κράτος και το παρακράτος, στο ιδιωτικό και το δημόσιο, στην παιδεία και την παραπαιδεία, στη δικαιοσύνη και την ανομία, στην τιμωρία και την ατιμωρησία, στην πληροφόρηση και την παραπληροφόρηση. Εγκλωβισμένη σε αόρατους τοίχους, μεταξύ ρητορικών ιδεωδών κι ιδεολογιών και της μοναδικής εφαρμοσμένης ιδεολογίας – εκείνης του χρήματος, ακροβατώ ανάμεσα σε Έλληνες κι ανθέλληνες, ντόπιους και ξένους, δεξιούς κι αριστερούς, φασίστες και αναρχικούς, ανάμεσα σε “αλληλέγγυους” κομμουνιστές και φιλελεύθερους “γερμανοτσολιάδες”, σε φωτεινούς παντογνώστες πολιτικούς και ικανότατους σε αχρηστία γραφειοκράτες..
Ισορροπώ ανάμεσα στην εργατικότητα και την τεμπελιά, ανάμεσα σε τίμιους αδικαίωτους μισθωτούς και μεροκαματιάρηδες και σε ατιμώρητους υπερφίαλους αλαζόνες. Ανάμεσα σε ταλαντούχους ανέργους και καλοβολεμένους γλείφτες, σε ανίκανους με διευθυντικές καρέκλες και εξειδικευμένους των 400 ευρώ. Ισορροπώ ανάμεσα σε αστοιχείωτους υψηλόβαθμους και στους πολυτάλαντους βοηθούς τους. Ανάμεσα σε γυναίκες της καθημερινής βιοπάλης και σε τυχοδιώκτριες του πάρτα όλα (κι όταν τελειώσεις, πάρε κι άλλα). Βρίσκομαι διαρκώς στη γκρίζα ζώνη ενός παράλογου ασπρόμαυρου, ανάμεσα σε βουλευτικά γιουχαΐσματα και γλοιώδη χειροκροτήματα, σε τσιφτετέλια και θρησκευτικές λιτανείες, στο κατασκεύασμα νέων λέξεων που αποδίδουν παλιά νοήματα και στην υπερβολική χρήση ανούσιας και άκαιρης σημειολογίας. Αιωρούμαι επικίνδυνα ανάμεσα στο λάιφ στάυλ της ζωής που έζησα – χωρίς ποτέ να μου ανήκει και στα συσσίτια των απόρων, ανάμεσα στα ανακαινισμένα νεοκλασικά των τραπεζών και στα χαρτόκουτα των αστέγων. Σαν εκκρεμές με τη μπαταρία του πεσμένη, ισορροπώ βασανιστικά ανάμεσα στην αποδόμηση της ζωής και την οικοδόμηση της ολικής καταστροφής. Ταλαντεύομαι πάνω στην ευαίσθητη δοκό μου, ανάμεσα σε αξιοπρεπείς, αναξιοπρεπείς και σκεπτόμενους που βασανίζονται. Κρέμομαι πάνω απ’ τα κεφάλια τους, χορεύοντας ξυπόλητη σαν τρελή, με καπέλο μου τον Παρθενώνα και για ρούχα μου σκουπίδια και αποφάγια..
Σχοινοβατώ ριψοκίνδυνα, σχεδόν ταχυδακτυλουργικά, ανάμεσα στην αριστουργηματικά σμιλεμένη μνήμη των προγόνων μου και στο άχαρο, άξεστο, ακατέργαστο παρόν μου, παρατηρώντας από ψηλά αυτούς που έφυγαν, αυτούς που φεύγουν, αυτούς που θα φύγουν, αδυνατώντας να κατανοήσω, έστω και στο ελάχιστο, το αυτονόητο. Και όσους υπολογισμούς κι αν κάνω, πάντα στο τέλος μου περισσεύουν κάποιοι – αυτοί που μένουν. Αυτοί που συρρίκνωσαν τη ζωή τους στα 300 ευρώ και ρίχνονται καθημερινά στην άνιση μάχη, που ονομάζεται επιβίωση. Αυτοί που σπουδάζουν παιδιά, μεγαλώνουν εγγόνια, πληρώνουν φάρμακα και χαρίζουν στον άστεγο και στον μετανάστη από το πλεόνασμα της ανθρωπιάς τους.
Ισορροπώ στο λεπτό τεντωμένο σχοινί του απόλυτου παραλογισμού, συμπρωταγωνίστρια στο θέατρο του παραλόγου μαζί με εκατοντάδες άλλους. Χορεύω ξυπόλυτη στον τρελό ρυθμό της παγκοσμιοποίησης, σιγοτραγουδώντας μέσα μου ψιθυριστά το ρέκβιεμ της εθνικής μου μοναξιάς. Ελλάδα όμως είμαι εγώ! Εγώ η σχοινοβάτης! Όχι αυτοί οι άλλοι..