Αρχικά οφείλεται στην εμπειρία. Οι ΗΠΑ μετά το φιάσκο του πολέμου στο Ιράκ και τα τρισεκατομμύρια που δαπανήθηκαν και συνεχίζουν να δαπανούνται σ’ ένα βαρέλι δίχως πάτο, είναι πολύ πιο διστακτικές στο να διεξάγουν πόλεμο στο εξωτερικό. Γι’ αυτό άλλωστε ο πρόεδρος Ομπάμα δεν κατάφερε το 2013 να πείσει το Κογκρέσο και τη κοινή γνώμη για την ανάγκη αποστολής εκτεταμένης Αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης στην Συρία. Δεύτερον, και ίσως σημαντικότερο, οφείλεται στη Ρωσική παρουσία στην περιοχή, αφού με την επικράτηση του πρόεδρου Άσαντ έναντι των φιλοδυτικών δυνάμεων της Συριακής αντιπολίτευσης, η Ρωσία έγινε η κυρίαρχη δύναμη στη Συρία. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε εκτεταμένη πολεμική επιχείρηση εναντίον του Άσαντ πολύ δύσκολα θα μείνει αναπάντητη απ τους Ρώσους. Σε μία τέτοια περίπτωση το ενδεχόμενο ακόμα και πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Δύσης-Ρωσίας φαντάζει πολύ πιθανό, κάτι που ούτε στις ΗΠΑ αλλά ούτε και στη Ρωσία φαίνεται να επιθυμούν.
Το ερωτήματα που προκύπτουν είναι δύο: διαθέτουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους την θέληση και τη δυνατότητα να διεξάγουν μιας ευρείας κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση για να ανατρέψουν την κατάσταση ακόμα κι αν ελλοχεύει ο κίνδυνος να οδηγηθούν σε πολεμική σύγκρουση με τη Ρωσία; Και σε περίπτωση που το κάνουν, ποια θα είναι η αντίδραση της Ρωσίας;
Την απάντηση θα την έχουμε αργά η γρήγορα.