Είναι επίσης, βέβαια, το ελληνικό δημοψήφισμα – με πρώτη επέτειο την ερχόμενη Τρίτη: Η συγκλονιστικότερη έκφραση θέλησης του λαού μας, 62% με κλειστές τράπεζες, για απεμπλοκή από το καθεστώς των μνημονίων και της επιτροπείας και ταυτόχρονα η πολυτιμότερη στήριξη μιας κυβέρνησης που διακήρυσσε μια τέτοια πολιτική. Το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα σηματοδότησε τελικά τη μεγάλη ντροπή – πρώτα απ’ όλα της ελληνικής κυβέρνησης, επίσης όμως και των «θεσμών» -, καθώς μέσα σε μια βδομάδα μετατράπηκε σε βαθύτερη καταβύθιση στα βαλτονέρια των μνημονιακών πολιτικών μιας αποικίας χρέους, σε Γ’ Μνημόνιο plus και – έτσι τουλάχιστον φιλοδοξούν – μνημόνιο «στο διηνεκές».
Γι’ αυτό και, μετά το πρώτο σοκ από το BREXIT, τα παπαγαλάκια στην ήπειρο και στη χώρα μας ξεκίνησαν την αντεπίθεση τρομοκράτησης των λαών. Ωστόσο, το πουλόβερ έχει αρχίσει να ξηλώνεται. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών να κατορθώνει να ελέγξει τις συνέπειες από το πιο βίαιο ταρακούνημα της άκαμπτης πορείας της, γερμανικά ενορχηστρωμένης, ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης προς το νέο ολοκληρωτισμό – που, σύμφωνα με τον Σαραμάγκου, συνιστά ο νεοφιλελευθερισμός – απ’ το ίδιο το προπύργιο, απ’ το οποίο ξεκίνησε για να εξαπλωθεί στην Ευρώπη. Οι μεγάλες αντιφάσεις της καμπάνιας για BREXIT, από την κυριαρχία της ξενοφοβικής δεξιάς μέχρι την πολιτική αδυναμία υιοθέτησης στάσης ανάλογης με το χαρακτήρα τους των βασικότερων αποχρώσεων της πολιτικής αριστεράς, δε σκιάζουν το χαρακτήρα και σημασία αυτής της ψήφου: ξεκάθαρα ταξικής, εργατικής και λαϊκής, με απελευθερωτική σηματοδότηση μετά από οκτώ συνεχή χρόνια λιτότητας για τα λαϊκά στρώματα που ψήφισαν BREXIT – και ψήφου, ταυτόχρονα, ανάκτησης της κυριαρχίας.
Χωρίς να βάζω πάγο στη χαρά πολλών ανθρώπων του κινήματος στην Ελλάδα, θα αναφερθώ τηλεγραφικά σε τρία απ’ τα ζητήματα, για τα οποία η ΛΑΕ οφείλει να είναι προσεκτική.
Πρώτον, αν μέχρι το 2009 δεν υπήρχε θεσμικά η δυνατότητα εξόδου από την ΕΕ και έτσι η επίκληση του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισσαβόνας για πρώτη φορά από τη Βρετανία θα οδηγήσει σε εξελίξεις εν πολλοίς αχαρτογράφητες, για έξοδο από την Ευρωζώνη η θεσμική δυνατότητα απουσιάζει πλήρως, άρα θα πλέουμε σε παντελώς άγνωστα νερά. Αυτό κατά τη γνώμη μου σημαίνει ότι η ΛΑΕ χρειάζεται:
α) Να μην ξεκινά απ’ την έξοδο ως προϋπόθεση για το μεταβατικό πολιτικό μας πρόγραμμα, αλλά απ’ την επίμονη και συγκεκριμένη απόδειξη για τ’ ότι, μετά τη γνωστή κατάληξη του πειράματος της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει δρόμος απεμπλοκής ούτε μέσω «μεταβατικών μνημονίων» ούτε εντός Ευρωζώνης.
β) Για τη διαμόρφωση πειστικής εναλλακτικής λύσης, να μη φοβόμαστε να εξηγούμε στον κόσμο ότι δεν έχουμε έτοιμες απαντήσεις, αλλά ερευνούμε τους συγκεκριμένους τρόπους και μορφές υλοποίησης μιας τέτοιας πορείας, τα κύρια «προαπαιτούμενα» της οποίας περιγράφονται στις «Θέσεις» για την Ιδρυτική Συνδιάσκεψη. Να θέσουμε οι ίδιοι δημόσια τα ερωτήματα που χρειάζεται ν’ απαντηθούν σε αμεσομεσοπρόθεσμο ορίζοντα, από το πώς θα είναι ελεγχόμενη η υποτίμηση του νομίσματος σε συνθήκες έλλειψης νομισματικών αποθεμάτων μέχρι τι θα γίνει με τις καταθέσεις, τα πολύ ουσιαστικότερα προβλήματα επάρκειας σε τρόφιμα-φάρμακα-ενέργεια, πως θ’ αντιμετωπιστεί νομικά η ανάκτηση δημόσιας περιουσίας – και ποιας – χωρίς αποζημίωση κλπ.
Για να είναι η διαβούλευση που αναγγέλλουμε με ημερίδες κ.α. μέσα αποτελεσματική, ο διάλογος στο πλαίσιο της πρέπει να είναι πράγματι ελεύθερος, αντί οι συμμετέχοντες να εκφωνούν τα προγράμματα των οργανώσεων που ίσως ανήκουν. Αυτό είναι επίσης ταυτόχρονα τρόπος προσέλκυσης σ’ αυτή τη διαβούλευση και άλλων αξιόλογων ανθρώπων.
γ) Με απλά λόγια, στη δημόσια απεύθυνση της ΛΑΕ χρειάζονται περισσότερο επεξεργασμένες θέσεις και λιγότερα κοσμητικά επίθετα. Σε μια τόσο περίπλοκη κατάσταση όσο η σημερινή, όση οργή κι αν διακατέχει τους ανθρώπους, οι λύσεις δε θα δοθούν στο επίπεδο του θυμικού, αλλά της πειθούς για τη δυνατότητα διεξόδου, για ύπαρξη εναλλακτικής λύσης.
Δεύτερον, απορώ ότι δε φαίνεται να βλέπουμε πως η υπόθεση αναθεώρησης του Συντάγματος, που ανακινεί σήμερα η κυβέρνηση, δεν είναι απλώς τακτικισμός για συναινετικές αλλαγές στον εκλογικό νόμο με στόχο μια συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σε περίπτωση ανάδειξης του σε δεύτερο κόμμα – ή, σύμφωνα με άλλο σενάριο, πιθανής διάσωσης του Πρωθυπουργού ως Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτό που δε φαίνεται ν’ αντιλαμβάνονται (;) όσοι ανακινούν ένα τέτοιο θέμα – και χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πλήρως εμείς – είναι ότι οι «παίχτες» μιας αναθεώρησης δε θα είναι τα μνημονιακά κόμματα, αλλά η ίδια η τρόικα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ σηκώσει την άκρη από το χαλί, τι εμποδίζει τους δανειστές να το αναποδογυρίσουν με αιτήματα συνταγματοποίησης του «κόφτη», του «υπερταμείου» λεηλασίας της δημόσιας περιουσίας και μετατροπής της, μη συνταγματικά κατοχυρωμένης, Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ενός εξωθεσμικού ποαράκεντρου που πειραματικά θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου στη χώρα μας, σε έκτη συνταγματικά κατοχυρωμένη Ανεξάρτητη Αρχή;
Αν πετύχαιναν κάτι τέτοιο, αυτό θα παρεμπόδιζε πρακτικά οποιαδήποτε δημοκρατική διέξοδο απ’ την κρίση, καθώς ό,τι πρόγραμμα απεμπλοκής από μνημόνια, επιτροπεία και Ευρωζώνη κι αν είχε μια νεοεκλεγμένη μελλοντική κυβέρνηση, θα προσέκρουε στο ίδιο το – μνημονιακό κι αυτό πλέον – Σύνταγμα. Μια τέτοια τρομακτική προοπτική κάνει απείρως πιο επιτακτικό, έτσι, το
Τρίτο ζήτημα, την αναγκαία μεγαλύτερη δυνατή ευρύτητα των δυνάμεων του μετώπου που η ΛΑΕ, όντας η ίδια μέτωπο της ριζοσπαστικής αριστεράς, καλείται να οικοδομήσει από κοινού με τους εν δυνάμει κοινωνικοπολιτικούς της συμμάχους. Είναι άραγε απαραίτητο από το ξεκίνημα ενός τέτοιου δημοκρατικού, αντιμνημονιακού, πατριωτικού μετώπου να μπει ως όρος συμμετοχής ο ίδιος όρος που υπάρχει για ένταξη μελών στη ΛΑΕ, η αποδοχή της εξόδου από την ευρωζώνη ως προϋπόθεση εφαρμογής του προγράμματος του μετώπου;
Πριν καλά-καλά ξεκινήσουμε, αυτό θα απέκλειε κατευθείαν ανθρώπους και σχήματα που τον περασμένο Σεπτέμβρη συμπορευτήκαμε μαζί. Ακόμα περισσότερο δραματικές θα ήταν οι επιπτώσεις ενός τέτοιου όρου στη συγκρότηση πλατειών λαϊκών επιτροπών του μετώπου «από τα κάτω», αποκλείοντας εκ των προτέρων ανθρώπους που θα μπορούσαν να κερδηθούν με βάση την εμπειρία που αποκτούν σε μια πορεία αγώνα. Για την οικοδόμηση του μετώπου «από τα κάτω» πρέπει ν’ απευθυνόμαστε σε όλο το λαό. Ενώ τίποτα δεν εμποδίζει τη ΛΑΕ σε ολόκληρη αυτή την πορεία ουσιαστικά διαπάλης για εφαρμογή ενός μεταβατικού προγράμματος, να προβάλλει τις δικές της απόψεις για τις αναγκαίες προϋποθέσεις, να κερδίζει και να συσπειρώνει πολύ ευρύτερα εργαζόμενους, γυναίκες, νέους ανθρώπους γι’ αυτές.
Οι συνθήκες είναι δύσκολες κι εμείς δεν πρέπει να τις κάνουμε δυσκολότερες. Οι δυνατότητες, πάλι, είναι σημαντικές. Δικός μας ρόλος είναι όχι να τις περιορίζουμε, αλλά να διευρύνουμε το όποιο άνοιγμα στο παράθυρο της ιστορίας διατηρείται ακόμα, παρά το περυσινό πατατράκ. Κι επειδή η ιστορία δεν κινείται γραμμικά, όπως για πολλοστή φορά αποδείχτηκε και με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία, αυτή είναι η καλύτερη προετοιμασία: τόσο για την ασυνέχεια όσο και για το άλμα.